Nursie είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈnɜrsi/
Η λέξη nursie είναι μια χαριτωμένη ή παιδική παραλλαγή της λέξης "nurse", που σημαίνει νοσοκόμα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε οικογενειακό ή φιλικό πλαίσιο από παιδιά ή για να υποδηλώσει φροντίδα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο, συνήθως σε περιβάλλοντα όπου υπάρχει άμεση αλληλεπίδραση με παιδιά.
Η λέξη δεν είναι τόσο συχνή όσο το "nurse" και συναντάται κυρίως σε διαλόγους μεταξύ παιδιών ή σε παιδικά βιβλία και ιστορίες.
Θέλω να γίνω νοσοκόμα όταν μεγαλώσω.
My nursie always makes me feel better when I'm sick.
Η νοσοκόμα μου πάντα με κάνει να νιώθω καλύτερα όταν είμαι άρρωστος.
The children liked playing doctor and pretending to be nursies.
Η λέξη "nursie" δεν είναι συνήθως μέρος πολύ γνωστών ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να συνδυαστεί σε ένα φιλικό ή παιδικό πλαίσιο. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
Η νοσοκόμα ξέρει καλύτερα όταν πρόκειται για επίδεσμους.
When I feel down, I call for nursie.
Όταν νιώθω χάλια, φωνάζω τη νοσοκόμα.
Nursie's hugs can cure anything!
Οι αγκαλιές της νοσοκόμας μπορούν να θεραπεύσουν τα πάντα!
Nursie is my hero whenever I'm ill.
Η νοσοκόμα μου είναι ηρωίδα μου κάθε φορά που είμαι άρρωστος.
Don't worry, your nursie will take good care of you.
Η λέξη "nursie" είναι μια diminutive (μικρή μορφή) έκδοση της λέξης "nurse". Η χρήση του "-ie" ή "-y" στο τέλος λέξεων είναι κοινή στην αγγλική γλώσσα για να δηλώσει τρυφερότητα ή χαριτωμένη αναφορά.
Συνώνυμα: - Nurse (νοσοκόμα) - Caregiver (φροντιστής)
Αντώνυμα: - Patient (ασθενής) - Injured (τραυματισμένος)
Αυτή η ανάλυση καλύπτει τη λέξη "nursie" και τους διάφορους τρόπους με τους οποίους αυτή χρησιμοποιείται και κατανοείται στην αγγλική γλώσσα.