Nutritive είναι επίθετο.
/ˈnjuːtrɪtɪv/
Η λέξη "nutritive" αναφέρεται σε κάτι που παρέχει θρεπτικά συστατικά ή που προάγει τη διατροφή. Χρησιμοποιείται συνήθως σε επιστημονικό ή ιατρικό πλαίσιο για να περιγράψει τρόφιμα ή ουσίες που συμβάλλουν στην υγεία και ευημερία.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή σε γραπτό κείμενο, κυρίως σε τομείς όπως η διατροφή, η ιατρική και οι επιστήμες της διατροφής, αλλά λιγότερο σε προφορικό λόγο.
Ο διαιτολόγος πρότεινε μια ποικιλία θρεπτικών τροφίμων για βέλτιστη υγεία.
Eating a nutritive breakfast can significantly improve your energy levels throughout the day.
Η λέξη "nutritive" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, σχετικές φράσεις που περιλαμβάνουν θρεπτικά στοιχεία ή διατροφή περιλαμβάνουν:
Η "θρεπτική αξία" αναφέρεται στα οφέλη που παρέχει μία τροφή όσον αφορά την διατροφική της περιεκτικότητα.
"Nutritive balance" is crucial for maintaining a healthy lifestyle.
Η "θρεπτική ισορροπία" είναι κρίσιμη για τη διατήρηση ενός υγιούς τρόπου ζωής.
"Nutritive ingredients" are essential in food formulations.
Η λέξη "nutritive" προέρχεται από το λατινικό "nutritivus", που σημαίνει "αυτό που τρέφει", το οποίο προέρχεται από το "nutrire", που σημαίνει "τρέφω".
Συνώνυμα: - θρεπτικός - διατροφικός - ευεργετικός
Αντώνυμα: - μη θρεπτικός - ανθυγιεινός - ανεπαρκής
Αυτή η δομή πληροί τις απαιτήσεις για την κατανόηση και χρήση της λέξης "nutritive".