Ο όρος "nymphal" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈnɪmfəl/
Η λέξη "nymphal" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με νύμφες, θεότητες της φύσης στην ελληνική μυθολογία. Συνήθως χρησιμοποιείται σε φυσιολατρικά ή λογοτεχνικά κείμενα που απεικονίζουν φυσικές ομορφιές και μυστικιστικές φιγούρες. Στη γλώσσα των Αγγλικών, δεν είναι πολύ κοινή, και χρησιμοποιείται συχνά σε πιο γραπτά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η νυμφαλική ομορφιά του δάσους μαγνήτισε τους καλλιτέχνες.
Legends spoke of a nymphal spirit that guarded the river.
Θρύλοι μιλούσαν για ένα νυμφαλικό πνεύμα που προστάτευε τον ποταμό.
The nymphal qualities of the garden made it a place of magic.
Η λέξη "nymphal" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πιο ποιητικά ή συμβολικά συμφραζόμενα σε συνδυασμό με άλλες λέξεις που σχετίζονται με τη φύση και τη μυθολογία:
Χόρευε σαν ένα νυμφαλικό πνεύμα στο φως της σελήνης.
Their conversation flowed as gracefully as a nymphal stream.
Η συζήτησή τους ρέει με την ίδια χάρη όπως ένα νυμφαλικό ρυάκι.
The nymphal atmosphere gave the evening a magical allure.
Η λέξη "nymphal" προέρχεται από την ελληνική λέξη "νύμφη" (nymph), η οποία αναφέρεται σε νεαρές θεότητες ή πνεύματα που συνδέονται με τη φύση, όπως τα δέντρα και οι νερόλακκοι.
Συνώνυμα: - νυμφαλικός - τροφικός (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - ασημένιος - ασυμβίβαστος
Αυτή η δομή καλύπτει όλες τις ζητούμενες πληροφορίες σχετικά με τη λέξη "nymphal".