Φράση (σύμπλεγμα λέξεων)
/ˈɒb.dʒʊr.ɪt rɪˈfjuː.zəl/
Η φράση "obdurate refusal" αναφέρεται σε μια άρνηση που είναι σταθερή, σκληρή ή αμετάκλητη. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει άτομα που επιμένουν σε μια απόφαση ή στάση χωρίς να δείχνουν καμία διάθεση να αλλάξουν γνώμη.
Η επιτροπή συναντήθηκε με μια αδιάλλακτη άρνηση συνεργασίας από τον αιτούντα.
Her obdurate refusal to accept help was frustrating for her friends.
Η σκληρή άρνησή της να δεχτεί βοήθεια ήταν απογοητευτική για τους φίλους της.
Despite various attempts to persuade him, he maintained his obdurate refusal to change his mind.
Η φράση "obdurate refusal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες φράσεις που ενσωματώνουν την έννοια της απόλυτης άρνησης:
Έμεινε σταθερή με μια αδιάλλακτη άρνηση να συμμορφωθεί με τους κανόνες.
His obdurate refusal to acknowledge the problem only made matters worse.
Η σκληρή άρνησή του να αναγνωρίσει το πρόβλημα μόνο επιδείνωσε την κατάσταση.
An obdurate refusal to negotiate often leads to deadlock in discussions.
Μια ανυποχώρητη άρνηση να διαπραγματευτεί συχνά οδηγεί σε αδιέξοδο στις συζητήσεις.
The union's obdurate refusal to settle the dispute resulted in prolonged strikes.
Η λέξη "obdurate" προέρχεται από το λατινικό "obduratus", που σημαίνει "σκληρός, ανυποχώρητος". Η λέξη "refusal" προέρχεται από το λατινικό "refusare", που σημαίνει "να απορρίπτω".
Συνώνυμα: - Stubborn refusal (επίμονη άρνηση) - Unyielding refusal (ανυποχώρητη άρνηση) - Resolute refusal (αποφασιστική άρνηση)
Αντώνυμα: - Willing acceptance (πρόθυμη αποδοχή) - Agreeable response (συμφωνητική απάντηση) - Compromising stance (συμβιβαστική θέση)