Η φράση "ocean deep" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/ˈoʊʃən dip/
Η φράση "ocean deep" αναφέρεται στο βάθος του ωκεανού, συνήθως υποδεικνύοντας περιοχές που είναι απρόσιτες και μυστηριώδεις. Η χρήση της συχνά παρατηρείται σε κείμενα που σχετίζονται με τη γεωλογία, τη ναυτιλία και την οικολογία. Η φράση έχει μια ρητορική δύναμη, συνδυάζοντας την έννοια της απεραντοσύνης με τα μυστήρια που κρύβει ο θαλάσσιος κόσμος. Χρησιμοποιείται περισσότερο στους γραπτούς λόγους, αν και μπορεί να βρεθεί και σε προφορικούς διαλόγους.
The ocean deep is home to many mysterious creatures.
(Ο ωκεανός βάθος είναι το σπίτι σε πολλά μυστηριώδη πλάσματα.)
Exploring the ocean deep can reveal secrets of our planet.
(Η εξερεύνηση του ωκεανού βάθους μπορεί να αποκαλύψει μυστικά του πλανήτη μας.)
Scientists study the ocean deep to understand its ecosystems better.
(Οι επιστήμονες μελετούν το ωκεανό βάθος για να κατανοήσουν καλύτερα τα οικοσυστήματα του.)
Η φράση "ocean deep" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικές φράσεις που σχετίζονται με βάθος ή απεραντοσύνη. Ακολουθούν κάποιες παραδείγματα:
"His thoughts were as profound as the ocean deep."
(Οι σκέψεις του ήταν τόσο βαθιές όσο ο ωκεανός βάθος.)
"The ocean deep holds treasures we have yet to discover."
(Ο ωκεανός βάθος κρατά θησαυρούς που δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμη.)
"As we venture into the ocean deep, we confront fears unknown."
(Καθώς προχωρούμε στο ωκεανό βάθος, αντιμετωπίζουμε φόβους άγνωστους.)
"Like the ocean deep, her emotions ran wild and untamed."
(Όπως ο ωκεανός βάθος, τα συναισθήματά της ήταν άγρια και αδάμαστα.)
"The mysteries of history are often lost in the ocean deep of time."
(Τα μυστικά της ιστορίας συχνά χάνονται στον ωκεανό βάθος του χρόνου.)
Η λέξη "ocean" προέρχεται από το ελληνικό "Ὠκεανός" (Okeanós), που σημαίνει "απέραντο νερό". Η λέξη "deep" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "deop", που σημαίνει "βαθιά".
Συνώνυμα: - Abyss (άβυσσος) - Deep sea (βαθύ πέλαγος)
Αντώνυμα: - Shallow (ρηχός) - Surface (επιφάνεια)