Oedemata είναι το πληθυντικό του ουσιαστικού "oedema" (οίδημα).
/ɪˈdɛm.ə/
Το oedema αναφέρεται στην ανα accumulation of fluid σε ιστούς του σώματος, προκαλώντας πρήξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά πλαίσια και μπορεί να είναι αποτέλεσμα τραυματισμού, φλεγμονής, ή άλλων ιατρικών καταστάσεων. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά κείμενα ή ερευνητικές εργασίες.
"Ο γιατρός τον διαγνώρισε με οίδημα στα πόδια του."
"Oedemata can occur due to various medical conditions."
"Το οίδημα μπορεί να προκύψει λόγω διάφορων ιατρικών καταστάσεων."
"She was advised to elevate her feet to reduce the oedemata."
Για την λέξη oedema, δεν υπάρχουν πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της ιατρικής της φύσης. Ωστόσο, υπάρχουν φράσεις που σχετίζονται με την υγεία και το πρήξιμο:
"Ο τραυματισμός του οδήγησε σε μια σημαντική περίπτωση οιδήματος."
"After surgery, patients may experience some oedema in the affected area."
"Μετά την επέμβαση, οι ασθενείς μπορεί να βιώσουν κάποιο πρήξιμο στην επηρεαζόμενη περιοχή."
"Managing oedema is crucial for recovery."
Η λέξη oedema προέρχεται από το ελληνικό "οίδημα," που σημαίνει "πρήξιμο." Το "oedema" χρησιμοποιείται στην ιατρική επιστήμη για να περιγράψει αυτή την κατάσταση.
Αυτή είναι η ολοκληρωμένη πληροφορία σχετικά με την λέξη "oedemata."