Φράση (Expression).
/əv ˈmɪd.lɪŋ saɪz/
Η φράση "of middling size" αναφέρεται σε κάτι που είναι μέτριου ή μεσαίου μεγέθους, ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει αντικείμενα, γεγονότα ή οντότητες που δεν φτάνουν σε εξαιρετικά μεγέθη. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο, ειδικά σε πιο επίσημες εκφράσεις.
Το διαμέρισμα ήταν μεσαίου μεγέθους, ιδανικό για μια μικρή οικογένεια.
They chose a car of middling size for better fuel efficiency.
Επέλεξαν ένα αυτοκίνητο μεσαίου μεγέθους για καλύτερη κατανάλωση καυσίμου.
The garden featured flowers of middling size, adding to its charm.
Παρ' όλο που η φράση "of middling size" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, υπάρχουν κάποιες σχετικές εκφράσεις που περιλαμβάνουν την έννοια του μεσαίου μεγέθους:
Κάτι με μέτρια φήμη.
"A job of middling importance"
Μια δουλειά μέτριας σημασίας.
"He has a talent of middling degree"
Έχει ένα ταλέντο μέτριου επιπέδου.
"A student of middling ability"
Ένας μαθητής μέτριων ικανοτήτων.
"An offer of middling value"
Μια προσφορά μέτριας αξίας.
"An opinion of middling strength"
Η λέξη "middling" προέρχεται από τη μέση αγγλική λέξη "midling," που σημαίνει "μέσος" ή "μέτριος," και έχει τις ρίζες της στην παλαιά αγγλική λέξη "mid," που σημαίνει "μέση."
Συνώνυμα: - Moderately sized (Μετρίου μεγέθους) - Average sized (Μέσου μεγέθους)
Αντώνυμα: - Large (Μεγάλο) - Small (Μικρό)