Η φράση «of no value» χρησιμοποιείται ως επίθετο και μπορεί να λειτουργήσει ως όρος για να περιγράψει κάτι που δεν έχει αξία.
/ʌv noʊ ˈvæljuː/
Η φράση «of no value» σημαίνει ότι κάτι δεν έχει καμία αξία ή σημασία. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και ενδέχεται να είναι πιο συχνή σε επίσημα ή νομικά κείμενα. Ορισμένες φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι είναι άχρηστο ή δεν συνεισφέρει τίποτα.
Η έκθεση θεωρήθηκε χωρίς αξία από την επιτροπή.
Many items were left behind that were of no value.
Πολλά αντικείμενα αφέθηκαν πίσω που δεν είχαν αξία.
Her comments were of no value during the discussion.
Η φράση «of no value» μπορεί να ενσωματωθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα με μετάφραση:
Η γνώμη του δεν είχε αξία για την τελική απόφαση.
"Don't waste time on ideas that are of no value."
Μην σπαταλάς χρόνο σε ιδέες που είναι χωρίς αξία.
"The evidence presented was of no value in court."
Τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν ήταν χωρίς αξία στο δικαστήριο.
"Training that is of no value should be discarded."
Η εκπαίδευση που είναι χωρίς αξία θα πρέπει να απορριφθεί.
"Investing in stocks that are of no value can lead to losses."
Η επένδυση σε μετοχές που είναι χωρίς αξία μπορεί να οδηγήσει σε απώλειες.
"She realized that collecting those items was of no value to her."
Η φράση «of no value» προέρχεται από τη συνένωση της προθέσεως «of», η οποία δείχνει την ιδιοκτησία ή τη σχέση, με την αρνητική λέξη «no» και την ουσιαστική λέξη «value», που προέρχεται από την αρχαία γαλλική λέξη valeur και την λατινική valor.
Συνώνυμα: - worthless (άχρηστος) - useless (άχρηστος) - insignificant (ασήμαντος)
Αντώνυμα: - valuable (πολύτιμος) - significant (σημαντικός) - meaningful (σημαντικός)