Η φράση "of small account" λειτουργεί ως επίθετο που περιγράφει κάτι ως ασήμαντο ή λιγότερο σημαντικό.
/əv smɔl əˈkaʊnt/
Η φράση "of small account" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που έχει περιορισμένη ή καμία σημασία ή αξία. Χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συζητήσεις για να τονίσει την έλλειψη σημασίας ενός θέματος.
The comments he made were of small account in the grand scheme of things.
(Τα σχόλια που έκανε ήταν ασήμαντα στο μεγάλο σχέδιο των πραγμάτων.)
In this project, issues of small account should not distract us from the main objectives.
(Σε αυτό το έργο, ζητήματα μικρής αξίας δεν θα πρέπει να μας αποσπούν από τους κύριους στόχους.)
Η φράση "of small account" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να παρατηρηθεί σε περισσότερες λογοτεχνικές ή επίσημες περιστάσεις. Εδώ είναι μερικές ιδέες για διάφορες προτάσεις που σχετίζονται με τη φράση:
His contributions to the discussion were mostly of small account compared to the insights of the experts.
(Οι συνεισφορές του στη συζήτηση ήταν κυρίως ασήμαντες σε σύγκριση με τις γνώσεις των ειδικών.)
While there are some details of small account, let's focus on the bigger picture.
(Αν και υπάρχουν ορισμένες λεπτομέρειες ασήμαντες, ας επικεντρωθούμε στη μεγάλη εικόνα.)
The team's victories were of small account in light of their overall performance this season.
(Οι νίκες της ομάδας ήταν ασήμαντες με βάση την συνολική απόδοσή τους αυτή την εποχή.)
Η φράση "of small account" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, με "small" που σημαίνει "μικρός" και "account" που προέρχεται από το λατινικό "computare," το οποίο σημαίνει "να υπολογίζει." Σε αυτή την περίπτωση, συνδυάζονται για να εκφράσουν την ιδέα του «μικρού υπολογισμού» ή της «μικρής αξίας.»
Συνώνυμα: - insignificant (ασήμαντος) - trivial (περιθωριακός) - negligible (αμελητέος)
Αντώνυμα: - significant (σημαντικός) - important (σημαντικός) - valuable (πολύτιμος)