Ο όρος "off-peak hours" είναι φράση (phrase) που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (noun).
Η φωνητική μεταγραφή του "off-peak hours" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /ɔf piːk aʊərz/
Ο όρος "off-peak hours" αναφέρεται σε χρονικές περιόδους κατά τις οποίες η ζήτηση για υπηρεσίες ή αγαθά είναι χαμηλότερη, όπως για παράδειγμα οι ώρες που η συγκοινωνία ή η χρήση ηλεκτρικής ενέργειας είναι λιγότερο έντονη. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιφέρειες όπως η συγκοινωνία, οι τηλεπικοινωνίες και οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας.
Η χρήση του όρου είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με την επιχειρηματικότητα ή την καθημερινή ζωή.
"Πολλοί άνθρωποι προτιμούν να ταξιδεύουν κατά τις ώρες εκτός αιχμής για να αποφύγουν την κυκλοφορία."
"The electricity rates are lower during off-peak hours."
"Οι τιμές του ρεύματος είναι χαμηλότερες κατά τις ώρες εκτός αιχμής."
"Off-peak hours are the best time to shop for deals."
Ο όρος "off-peak" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με τις ώρες χαμηλής κίνησης ή ζήτησης. Ακολουθούν μερικές φράσεις:
"Το να ταξιδεύετε κατά τις ώρες εκτός αιχμής μπορεί να σας εξοικονομήσει πολλά χρήματα."
"Many services offer discounts for off-peak travel."
"Πολλές υπηρεσίες προσφέρουν εκπτώσεις για ταξίδια κατά τις ώρες εκτός αιχμής."
"If you can adjust your schedule, try to work off-peak hours."
"Αν μπορείτε να προσαρμόσετε το πρόγραμμα σας, προσπαθήστε να δουλεύετε κατά τις ώρες εκτός αιχμής."
"The gym is less crowded during off-peak hours."
"Το γυμναστήριο είναι λιγότερο γεμάτο κατά τις ώρες εκτός αιχμής."
"I always book flights for off-peak hours to save money."
Η φράση "off-peak" συνδυάζει το "off" (εκτός) και το "peak" (κορυφή), που αναφέρεται στην κορυφή της ζήτησης. Έτσι, "off-peak" σημαίνει εκτός της περιόδου υψηλής ζήτησης. Η χρήση του όρου έχει επεκταθεί σε διάφορους τομείς, όπως οι συγκοινωνίες, οι αστικές υποδομές και η ενέργεια.
Συνώνυμα: - μη αιχμηρές ώρες - ώρες χαμηλής ζήτησης
Αντώνυμα: - peak hours (ώρες αιχμής) - busy hours (φορτωμένες ώρες)