Η λέξη "offence" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πράξη που παραβιάζει τον νόμο ή τις ηθικές κανόνες. Μπορεί επίσης να αναφέρεται σε μια προσβολή ή προσβολές που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα σε κάποιον. Η χρήση της λέξης "offence" είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί πιο συχνά σε νομικά ή επίσημα πλαίσια.
"He committed an offence by stealing from the store."
(Διέπραξε ένα αδίκημα κλέβοντας από το κατάστημα.)
"Her remarks about his appearance were taken as an offence."
(Τα σχόλιά της για την εμφάνισή του θεωρήθηκαν ως προσβολή.)
Η λέξη "offence" χρησιμοποιείται συχνά σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Take offence": Να προσβληθείτε.
"I didn’t mean to take offence at your comment."
(Δεν ήθελα να προσβληθώ από το σχόλιό σου.)
"Offence is the best form of defence": Η επίθεση είναι η καλύτερη μορφή άμυνας.
"When in doubt, remember that offence is the best form of defence."
(Όταν αμφιβάλλεις, θυμήσου ότι η επίθεση είναι η καλύτερη μορφή άμυνας.)
"Offence taken": Έχει ληφθεί προσβολή.
"I think offence was taken when you joked about her job."
(Νομίζω ότι υπήρξε προσβολή όταν πείραξες για τη δουλειά της.)
Η λέξη "offence" προέρχεται από τη μεσαιωνική γαλλική λέξη "offens" και από τη λατινική λέξη "offensa", που σημαίνει "προσβολή" ή "αδίκημα".
Αυτές οι πληροφορίες συνθέτουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης "offence" και της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.