"Officer's papers" λειτουργεί ως φράση που περιλαμβάνει ένα ουσιαστικό (papers) και έναν κατηγορηματικό προσδιορισμό (officer's).
/ˈɔfɪsərz ˈpeɪpərz/
Η φράση "officer's papers" αναφέρεται συνήθως σε επίσημα έγγραφα που σχετίζονται με έναν αξιωματούχο, όπως στρατιωτικά ή διοικητικά έγγραφα, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν αναφορές, εντολές ή άλλα επίσημα έγγραφα. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε νομικά ή διοικητικά συζητήματα.
Ο στρατιώτης παρουσίασε τα έγγραφα του αξιωματικού του για να αποκτήσει πρόσβαση στην απαγορευμένη περιοχή.
The investigation required reviewing the officer's papers for any discrepancies.
Η έρευνα απαιτούσε την ανασκόπηση των εγγράφων του αξιωματικού για τυχόν ανωμαλίες.
He lost his officer's papers and had to request duplicates from his superiors.
Η φράση "officer's papers" μπορεί να μην είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορούμε να προτείνουμε μερικές σχετικές προτάσεις:
"Βεβαιωθείτε ότι έχετε τα έγγραφα του αξιωματικού σας τακτοποιημένα πριν από την αποστολή."
"He was always careful with his officer's papers, ensuring they were up-to-date."
"Πάντα πρόσεχε τα έγγραφα του αξιωματικού του, διασφαλίζοντας ότι ήταν ενημερωμένα."
"The committee requested copies of the officer's papers for record-keeping."
Η λέξη "officer" προέρχεται από τη λατινική λέξη "officium," που σημαίνει «ανάθεση» ή «καθήκον». Η λέξη "papers" έχει επίσης λατινικές ρίζες, προερχόμενη από την λέξη "papyrus," που αναφέρεται σε υλικό γραφής. Η έννοια της φράσης ενσωματώνει την επίσημη φύση και την αρμοδιότητα των αξιωματούχων.
Συνώνυμα: - Official documents - Adminstrative papers
Αντώνυμα: - Informal notes - Private letters