Ο συνδυασμός λέξεων "oil colour" (χρώμα λαδιού) λειτουργεί ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "oil colour" στο Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA) είναι: /ɔɪl ˈkʌlər/.
Το "oil colour" αναφέρεται σε υλικά πινέλου που περιλαμβάνουν λάδι ως μέσο, συνήθως χρησιμοποιούμενα από ζωγράφους. Αυτά τα χρώματα είναι γνωστά για την πλούσια υφή και την ικανότητα να αναμειγνύονται και να διαρκούν πολύ. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η φράση χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της τέχνης και της ζωγραφικής. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε καλλιτεχνικούς και εκπαιδευτικούς κλάδους.
"Ο καλλιτέχνης προτιμά να χρησιμοποιεί χρώμα λαδιού για τους ζωντανούς τόνους."
"She learned how to blend oil colour to create different shades."
"Έμαθε πώς να αναμειγνύει χρώμα λαδιού για να δημιουργήσει διάφορες αποχρώσεις."
"The painting was done entirely in oil colour, giving it a rich depth."
Το "oil" συχνά απαντά σε ιδιωματικές εκφράσεις που διαχείριζονται θέματα ρευστότητας ή βελτίωσης της κατάστασης:
"Πρέπει να λιπάνουμε τους τροχούς αυτού του έργου για να το κρατήσουμε σε κίνηση."
"Oil on troubled waters"
"Προσπάθησε να βάλει λάδι σε ταραγμένα νερά μετά τον καβγά τους."
"Like oil and water"
"Είναι σαν λάδι και νερό, δεν τα πάνε καθόλου καλά."
"To oil one's palm"
Η λέξη "oil" προέρχεται από την παλιά γαλλική λέξη "oile," η οποία προέρχεται από τη λατινική "oleum," η οποία σημαίνει "λάδι." Η λέξη "colour" προέρχεται από την αρχαία αγγλική λέξη "cūlur," που σημαίνει "χρωματισμός." Οι συνδυασμοί τους προήλθαν από τη χρήση χρώματος με βάση το λάδι στη ζωγραφική.
Συνώνυμα: - Oil paint (χρώμα λαδιού) - Fat colour (παχύ χρώμα)
Αντώνυμα: - Watercolour (νεροχρώμα) - Acrylic (ακρυλικό)
Η φράση "oil colour" είναι ένα σημαντικό κομμάτι της ζωγραφικής τέχνης που αναδεικνύει την υφή και το βάθος μιας δημιουργίας.