Ο όρος "oil space" είναι ουσιαστικό.
/oʊl speɪs/
Ο όρος "oil space" αναφέρεται σε μια περιοχή ή περιβάλλον που σχετίζεται με πετρέλαιο, συχνά χρησιμοποιούμενος σε βιομηχανικά ή γεωλογικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται κυρίως στις βιομηχανίες ενέργειας και γεωπονίας. Η συχνότητα χρήσης αυτού του όρου είναι κυρίως στον γραπτό λόγο, ειδικά σε τεχνικές, επιστημονικές και εμπορικές αναφορές.
Ο χώρος του πετρελαίου έχει γίνει όλο και πιο σημαντικός για την οικονομική ανάπτυξη.
Exploring new oil space can lead to significant discoveries.
Ο όρος "oil" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και συχνά συνδυάζεται με άλλες λέξεις για να δώσει έμφαση σε οικονομικά ή περιβαλλοντικά ζητήματα.
Χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει ότι δύο πράγματα ή καταστάσεις δεν μπορούν να συνυπάρξουν.
Oil is the lifeblood of modern economies.
Υποδηλώνει τη μεγάλη σημασία του πετρελαίου στην ανάπτυξη και τη λειτουργία των οικονομιών.
There’s oil in troubled waters.
Σημαίνει ότι σε δύσκολες καταστάσεις μπορεί να βρεθούν ευκαιρίες.
Like oil through a sieve.
Ο όρος προέρχεται από την αγγλική λέξη "oil", η οποία προέρχεται από την λατινική λέξη "oleum" που σημαίνει "λάδι" ή "πετρέλαιο". Η λέξη "space" προέρχεται από τη λατινική λέξη "spatium", που σημαίνει "χώρος" ή "διάστημα".
Συνώνυμα: - πεδίο πετρελαίου (oil field) - περιοχή εξόρυξης (extraction site)
Αντώνυμα: - έλλειψη πετρελαίου (oil scarcity) - μη-πετρελαϊκός χώρος (non-oil space)