oil squeeze: φράση (expression)
/ɔɪl skwiːz/
Η φράση "oil squeeze" αναφέρεται στην κατάσταση όπου η προσφορά πετρελαίου είναι περιορισμένη σε σχέση με τη ζήτησή του, οδηγώντας σε αύξηση των τιμών. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε οικονομικά, χρηματοοικονομικά και ενεργειακά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο όπως άρθρα, αναλύσεις και ειδήσεις σχετικά με την αγορά ενέργειας.
Η πρόσφατη πίεση στην αγορά πετρελαίου έχει προκαλέσει αύξηση τιμών καυσίμων.
Experts are predicting an oil squeeze in the coming months due to rising global demand.
Οι ειδικοί προβλέπουν πίεση στην αγορά πετρελαίου τους επόμενους μήνες λόγω αυξανόμενης παγκόσμιας ζήτησης.
Governments are implementing policies to mitigate the effects of the oil squeeze on their economies.
Η φράση "oil squeeze" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ενεργειακή αγορά:
Η εταιρεία νιώθει την πίεση από την πίεση στην αγορά πετρελαίου.
"We need to adapt our strategy in response to the oil squeeze."
Πρέπει να προσαρμόσουμε τη στρατηγική μας σε απάντηση στην πίεση της αγοράς πετρελαίου.
"The oil squeeze is impacting transportation costs for businesses."
Η πίεση στην αγορά πετρελαίου επηρεάζει το κόστος μεταφοράς για τις επιχειρήσεις.
"Investors are warily watching the oil squeeze unfold."
Οι επενδυτές παρακολουθούν προσεκτικά την εξέλιξη της πίεσης στην αγορά πετρελαίου.
"With the oil squeeze in full swing, consumers will likely face higher prices."
Η λέξη "oil" προέρχεται από τη λατινική λέξη "oleum", που σημαίνει πετρέλαιο ή λάδι. Η λέξη "squeeze" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "squēsen", που σημαίνει να πιέζεις ή να συμπιέζεις. Στην οικονομική γλώσσα, η φράση "oil squeeze" συνδυάζει αυτές τις έννοιες για να περιγράψει την οικονομική πίεση που προκύπτει από τη ζήτηση για πετρέλαιο σε μια περιορισμένη αγορά.
Συνώνυμα: - oil shortage (έλλειψη πετρελαίου) - oil pressure (πίεση πετρελαίου)
Αντώνυμα: - oil surplus (πλεόνασμα πετρελαίου) - oil abundance (αφθονία πετρελαίου)