Το "oil-burning power plant" είναι ουσιαστικό.
/ɔɪlˈbɜrnɪŋ ˈpaʊər plænt/
Ένα "oil-burning power plant" είναι μια εγκατάσταση που παράγει ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας καύσιμο πετρέλαιο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε περιοχές όπου οι εναλλακτικές πηγές ενέργειας δεν είναι διαθέσιμες ή σε περιόδους αυξημένης ζήτησης ενέργειας.
Χρήση στη γλώσσα: Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, όπως σε τεχνικές ή επιστημονικές περιγραφές και αναφορές σχετικά με την ενέργεια και τις υποδομές.
Το νέο εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας καύσης πετρελαίου θα βοηθήσει στην κάλυψη των ενεργειακών αναγκών της πόλης.
Many oil-burning power plants are being replaced with renewable energy sources.
Πολλά εργοστάσια παραγωγής ενέργειας καύσης πετρελαίου αντικαθίστανται με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
The efficiency of the oil-burning power plant has been criticized.
Ο όρος "oil-burning" προέρχεται από την αγγλική λέξη "oil" (πετρέλαιο) και το ρήμα "burning" (καύση), που υποδεικνύει τη διαδικασία καύσης του πετρελαίου για την παραγωγή ενέργειας. Η φράση "power plant" αναφέρεται σε οποιαδήποτε εγκατάσταση που παράγει ηλεκτρική ενέργεια.
Συνώνυμα: - Fuel oil power station - Diesel power plant (σε ορισμένα συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - Renewable energy plant - Solar power plant - Wind farm
"Καίγοντας το μεσονύχτιο λάδι" σημαίνει να εργάζεστε αργά την νύχτα.
"Oil and water don't mix" implies that two things are fundamentally incompatible.
"Το πετρέλαιο και το νερό δεν αναμειγνύονται" υποδηλώνει ότι δύο πράγματα είναι θεμελιωδώς ασύμβατα.
"To oil the wheels" means to facilitate a process or make something run more smoothly.
"Για να λιπάνετε τους τροχούς" σημαίνει να διευκολύνετε μια διαδικασία ή να κάνετε κάτι να λειτουργεί πιο ομαλά.
"Like oil and vinegar" describes two contrasting things that don't blend well together.
Αυτές οι ιδιωματικές εκφράσεις δείχνουν πώς η λέξη "oil" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα της αγγλικής γλώσσας, επηρεάζοντας τη σημασία τους αναλόγως.