Ο συνδυασμός λέξεων "oil-loading terminal" είναι μια ουσιαστική φράση.
/oɪl ˈloʊdɪŋ ˈtɜrmɪnl/
Ο όρος "oil-loading terminal" αναφέρεται σε εγκαταστάσεις ή νοητές περιοχές στις οποίες γίνεται η φόρτωση πετρελαίου σε πλοία ή άλλα μεταφορικά μέσα. Αυτοί οι τερματικοί σταθμοί είναι κρίσιμες υποδομές στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου και χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά από και προς τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης, διυλιστήρια ή άλλα κέντρα διανομής. Στη γλώσσα της Αγγλικής, ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά ή εμπορικά συμφραζόμενα, συνήθως στο γραπτό πλαίσιο, ενώ είναι λιγότερο συχνός στον προφορικό λόγο.
Ο νέος τερματικός σταθμός φόρτωσης πετρελαίου αύξησε τη δυνατότητα αποστολής ακατέργαστου πετρελαίου.
Safety regulations at the oil-loading terminal are very strict to prevent spills.
Ο όρος "oil-loading terminal" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορεί να ενσωματωθεί σε επιστημονικές ή τεχνικές φράσεις.
Η αποδοτικότητα του τερματικού σταθμού φόρτωσης πετρελαίου διαδραματίζει ζωτικό ρόλο στην αλυσίδα εφοδιασμού.
Investment in modernizing the oil-loading terminal is essential for meeting global demands.
Ο όρος "oil" προέρχεται από την λατινική λέξη "oleum", που σημαίνει "έλαιο", και "terminal" προέρχεται από την λατινική "terminalis", που σημαίνει "τελικός" ή "περίοδος". Η λέξη "loading" προέρχεται από την αγγλική λέξη "load", που σημαίνει "φορτίο".
Συνώνυμα: - Petroleum loading facility - Oil export terminal
Αντώνυμα: - Oil-discharge terminal (τερματικός σταθμός εκφόρτωσης πετρελαίου) - Oil-storage facility (εγκατάσταση αποθήκευσης πετρελαίου)