olefinic - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

olefinic (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

olefinic - Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/əˈlɛfɪnɪk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Ο όρος "olefinic" αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις, οι οποίες είναι γνωστές ως αλκένια και περιέχουν τουλάχιστον μια διπλή χημική σύνδεση μεταξύ ατόμων άνθρακα. Αυτές οι ενώσεις είναι ένα υποσύνολο των αλκενίων και είναι σημαντικές για πολλές χημικές αντιδράσεις και βιομηχανικές εφαρμογές, ιδίως στη χημική βιομηχανία. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.

Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε χημικές ή βιομηχανικές αναφορές.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The olefinic compounds are essential in polymer chemistry.
  2. Οι ολεφινικές ενώσεις είναι ουσιαστικές στη χημεία των πολυμερών.

  3. In the production of synthetic fuels, olefinic intermediates play a crucial role.

  4. Στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων, οι ολεφινικές ενδιάμεσες ενώσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο.

  5. The reaction of alkynes can lead to olefinic products.

  6. Η αντίδραση των αλκινών μπορεί να οδηγήσει σε ολεφινικά προϊόντα.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Ο όρος "olefinic" δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με διάφορες χημικές διαδικασίες ή εφαρμογές.

  1. The olefinic pathway is a key step in the synthesis of many pharmaceutical compounds.
  2. Ο ολεφινικός δρόμος είναι ένα κλειδί βήμα στη σύνθεση πολλών φαρμακευτικών ενώσεων.

  3. Understanding the olefinic nature of these compounds can enhance our chemical reactions.

  4. Η κατανόηση της ολεφινικής φύσης αυτών των ενώσεων μπορεί να ενισχύσει τις χημικές μας αντιδράσεις.

  5. Many reactions start with olefinic substrates to produce desired products.

  6. Πολλές αντιδράσεις ξεκινούν με ολεφινικά υποστρώματα για την παραγωγή επιθυμητών προϊόντων.

Ετυμολογία της λέξης

Ο όρος "olefinic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "olefine", που σημαίνει "έχουν την αίσθηση ελαίου". Η λέξη "olefine" προήλθε από την λατινική "oleum", που σημαίνει "έλαιο", και τον ελληνικό όρο "phainesthai", που σημαίνει "φαίνομαι".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Alkenic - Unsaturated

Αντώνυμα: - Saturated - Aromatic

Η χρήση της λέξης "olefinic" είναι περιορισμένη σε επιστημονικά πεδία, κυρίως στη χημεία, και δεν εμφανίζεται συχνά σε καθημερινής χρήσης αγγλικά.



25-07-2024