olefinic - Επίθετο
/əˈlɛfɪnɪk/
Ο όρος "olefinic" αναφέρεται σε οργανικές ενώσεις, οι οποίες είναι γνωστές ως αλκένια και περιέχουν τουλάχιστον μια διπλή χημική σύνδεση μεταξύ ατόμων άνθρακα. Αυτές οι ενώσεις είναι ένα υποσύνολο των αλκενίων και είναι σημαντικές για πολλές χημικές αντιδράσεις και βιομηχανικές εφαρμογές, ιδίως στη χημική βιομηχανία. Χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε χημικές ή βιομηχανικές αναφορές.
Οι ολεφινικές ενώσεις είναι ουσιαστικές στη χημεία των πολυμερών.
In the production of synthetic fuels, olefinic intermediates play a crucial role.
Στην παραγωγή συνθετικών καυσίμων, οι ολεφινικές ενδιάμεσες ενώσεις παίζουν καθοριστικό ρόλο.
The reaction of alkynes can lead to olefinic products.
Ο όρος "olefinic" δεν έχει ευρέως αναγνωρισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συσχετιστεί με διάφορες χημικές διαδικασίες ή εφαρμογές.
Ο ολεφινικός δρόμος είναι ένα κλειδί βήμα στη σύνθεση πολλών φαρμακευτικών ενώσεων.
Understanding the olefinic nature of these compounds can enhance our chemical reactions.
Η κατανόηση της ολεφινικής φύσης αυτών των ενώσεων μπορεί να ενισχύσει τις χημικές μας αντιδράσεις.
Many reactions start with olefinic substrates to produce desired products.
Ο όρος "olefinic" προέρχεται από την ελληνική λέξη "olefine", που σημαίνει "έχουν την αίσθηση ελαίου". Η λέξη "olefine" προήλθε από την λατινική "oleum", που σημαίνει "έλαιο", και τον ελληνικό όρο "phainesthai", που σημαίνει "φαίνομαι".
Συνώνυμα: - Alkenic - Unsaturated
Αντώνυμα: - Saturated - Aromatic
Η χρήση της λέξης "olefinic" είναι περιορισμένη σε επιστημονικά πεδία, κυρίως στη χημεία, και δεν εμφανίζεται συχνά σε καθημερινής χρήσης αγγλικά.