Ορισμός: Επίθετο
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο: /ˌɒlɪˈɡɒtrəpɪk/
Η λέξη "oligotropic" αναφέρεται σε περιβάλλοντα (συνήθως υδάτινα) που έχουν χαμηλή διαθεσιμότητα θρεπτικών συστατικών. Τέτοια οικοσυστήματα τείνουν να έχουν μειωμένη παραγωγικότητα και είναι συχνά λιγότερο ποικιλόμορφα σε σύγκριση με τα ευτροφικά (πλούσια σε θρεπτικά συστατικά) οικοσυστήματα. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και περιβαλλοντικά κείμενα, παρά στον καθημερινό προφορικό λόγο, καθώς σχετίζεται κυρίως με τη βιολογία και την οικολογία.
The oligotropic lake supports a limited variety of fish species due to its low nutrient levels.
(Η ολιγοτροφική λίμνη υποστηρίζει περιορισμένη ποικιλία ειδών ψαριών λόγω της χαμηλής διαθεσιμότητας θρεπτικών συστατικών.)
Oligotropic environments are critical for studying ecological balance.
(Οι ολιγοτροφικοί βιοτόποι είναι κρίσιμοι για τη μελέτη της οικολογικής ισορροπίας.)
Many researchers focus on oligotropic regions to understand the effects of climate change on biodiversity.
(Πολλοί ερευνητές επικεντρώνονται σε ολιγοτροφικές περιοχές για να κατανοήσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη βιοποικιλότητα.)
Η λέξη "oligotropic" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, λόγω της συγκεκριμένης επιστημονικής της φύσης. Ωστόσο, μπορούμε να αναφερθούμε σε κοινές ιδιωματικές προτάσεις που συνδέονται με το θέμα:
The ecological balance is delicate, especially in oligotropic waters.
(Η οικολογική ισορροπία είναι ευαίσθητη, ειδικά στα ολιγοτροφικά νερά.)
Understanding oligotropic ecosystems helps us protect endangered species.
(Η κατανόηση των ολιγοτροφικών οικοσυστημάτων μας βοηθά να προστατεύσουμε τα απειλούμενα είδη.)
The study of oligotropic conditions reveals important information about nutrient cycles.
(Η μελέτη των ολιγοτροφικών συνθηκών αποκαλύπτει σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τους κύκλους θρεπτικών συστατικών.)
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "oligo-", που σημαίνει "μικρός" ή "λίγος", και "tropic" από το ελληνικό "tropikos", που σημαίνει "σχετικά με τη στροφή ή την κατεύθυνση". Ο συνδυασμός αυτών των λέξεων υποδηλώνει ένα περιβάλλον με περιορισμένα θρεπτικά στοιχεία.
Συνώνυμα: - Nutrient-poor (φτωχό σε θρεπτικά συστατικά)
Αντώνυμα: - Eutrophic (ευτροφικό) - Nutrient-rich (πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά)
Αυτές οι πληροφορίες περιγράφουν τη λέξη "oligotropic" σε βάθος και παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.