Ουσιαστικό
/ˈoʊ.mə.ɡə kəmˈpliːt.nəs/
Η "omega completeness" αναφέρεται σε μια έννοια στα μαθηματικά και τη λογική, ιδίως στη θεωρία συνόλων και τις λογικές συστήματα. Σύμφωνα με αυτήν την έννοια, μια θεωρία είναι ωμεγα πλήρης αν κάθε προτασιακή δήλωση που ισχύει για όλα τα ωμέγα-διαστήματα (ατέρμονες ακολουθίες) είναι αναγκαία από την θεωρία αυτή. Χρησιμοποιείται κυρίως σε θεωρητικούς και ακαδημαϊκούς τομείς.
Η χρήση της έκφρασης "omega completeness" εμφανίζεται κυρίως σε ακαδημαϊκά, επιστημονικά και μαθηματικά κείμενα. Δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε καθημερινό ή προφορικό λόγο, καθώς αφορά πιο εξειδικευμένα θέματα.
"Η θεωρία αποδείχθηκε ότι έχει ωμεγα πληρότητα."
"Researchers are focusing on establishing omega completeness in various logical frameworks."
"Οι ερευνητές επικεντρώνονται στην καθιέρωση της ωμεγα πληρότητας σε διάφορα λογικά πλαίσια."
"Understanding omega completeness is essential for advanced studies in mathematical logic."
Η έννοια της "omega completeness" δεν είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι μια τεχνική ακαδημαϊκή έννοια. Ωστόσο, σε πιο γενικές συζητήσεις σχετικά με τις θεωρίες και τις λογικές δομές, μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής:
"Τα θεμέλια του επιχειρήματος μου στηρίζονται στις αρχές της ωμεγα πληρότητας."
"Achieving omega completeness is a crucial step in the development of robust logical systems."
"Η επίτευξη της ωμεγα πληρότητας είναι ένα κρίσιμο βήμα στην ανάπτυξη ισχυρών λογικών συστημάτων."
"A thorough examination of omega completeness reveals its importance in model theory."
Η λέξη "omega" προέρχεται από τα ελληνικά γράμματα (Ω, ω) και χρησιμοποιείται στην μαθηματική και λογική ορολογία για να αναφερθεί σε ατέρμονες ακολουθίες. Η λέξη "completeness" προέρχεται από το λατινικό "completus", που σημαίνει "τελειωμένος" ή "πλήρης". Έτσι, η έννοια "omega completeness" προκύπτει από τον συνδυασμό των δύο όρων αυτών.
Συνώνυμα: - Totality - Fullness - Exhaustiveness
Αντώνυμα: - Incompleteness - Partiality - Deficiency