Η φράση "on effect" λειτουργεί ως προφήτης και μια σύνθετη φράση που επικεντρώνεται σε μια κατάσταση ή αποτέλεσμα.
/ɒn ɪˈfɛkt/
Στα αγγλικά, η φράση "on effect" χρησιμοποιείται για να αναφέρεται σε μια κατάσταση που σχετίζεται με την αξιολόγηση κάποιου αποτελέσματος. Δεν είναι μια εξαιρετικά κοινή φράση, αλλά μπορεί να συναντηθεί κυρίως σε γραπτό κείμενο που αφορά επιστημονικές ή επαγγελματικές αναλύσεις. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επίσημα ή τεχνικά κείμενα, παρά στον προφορικό λόγο.
The study examines the changes on effect after the new policy was implemented.
(Η μελέτη εξετάζει τις αλλαγές που έχουν επίδραση μετά την εφαρμογή της νέας πολιτικής.)
We need to report on effect of the marketing strategy on sales.
(Πρέπει να αναφέρουμε την επίδραση της στρατηγικής μάρκετινγκ στις πωλήσεις.)
The discussion was focused on effect of climate change on agriculture.
(Η συζήτηση εστιάστηκε στην επίδραση της κλιματικής αλλαγής στη γεωργία.)
Η φράση "on effect" δεν είναι ιδιωματική από μόνη της, αλλά υπάρχουν πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που μπορεί να χρησιμοποιούν τη λέξη "effect" ή σχετικές έννοιες. Ακολουθούν μερικές:
Take effect
Example: The new law will take effect next month.
(Ο νέος νόμος θα τεθεί σε ισχύ τον επόμενο μήνα.)
Have an effect on
Example: His words have a positive effect on the team’s morale.
(Τα λόγια του έχουν θετική επίδραση στο ηθικό της ομάδας.)
Butterfly effect
Example: The butterfly effect suggests that small events can lead to significant consequences.
(Η θεωρία της πεταλούδας υποδηλώνει ότι μικρά γεγονότα μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές συνέπειες.)
Diminishing effect
Example: The drug has a diminishing effect over time, requiring higher doses.
(Το φάρμακο έχει μειωμένη επίδραση με την πάροδο του χρόνου, απαιτώντας υψηλότερες δόσεις.)
Cause and effect
Example: Understanding cause and effect is crucial in scientific research.
(Η κατανόηση της αιτίας και του αποτελέσματος είναι κρίσιμη στην επιστημονική έρευνα.)
Η λέξη "effect" προέρχεται από τη λατινική λέξη "effectus," που σημαίνει "το οποίο γίνεται" ή "το αποτέλεσμα," και προήλθε από το ρήμα "efficere," που σημαίνει "να επιτύχεις" ή "να φέρεις εις πέρας."
Συνώνυμα:
- outcome (αποτέλεσμα)
- consequence (συνέπεια)
- result (αποτέλεσμα)
Αντώνυμα:
- cause (αίτιο)
- source (πηγή)
- origin (προέλευση)