on-line - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

on-line (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

on-line είναι ένα επιθετικό επίρρημα και μπορεί να χρησιμοποιείται και ως επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈɒn laɪn/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη on-line αναφέρεται σε κάτι που είναι συνδεδεμένο στο διαδίκτυο ή σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει υπηρεσίες, δραστηριότητες ή πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μέσω του διαδικτύου.

Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την τεχνολογία και τις διαδικτυακές υπηρεσίες.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. I prefer to shop on-line rather than in physical stores.
  2. Προτιμώ να ψωνίζω στο διαδίκτυο παρά σε φυσικά καταστήματα.

  3. Many classes are now offered on-line, making education more accessible.

  4. Πολλά μαθήματα προσφέρονται τώρα στο διαδίκτυο, καθιστώντας την εκπαίδευση πιο προσβάσιμη.

  5. The on-line meeting was scheduled for 3 PM.

  6. Η διαδικτυακή συνάντηση προγραμματίστηκε για τις 3 μ.μ.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη on-line χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. I was on-line when I found the perfect job.
  2. Ήμουν στο διαδίκτυο όταν βρήκα την τέλεια δουλειά.

  3. He spends too much time on-line and neglects his studies.

  4. Ξοδεύει πολύ χρόνο στο διαδίκτυο και παραμελεί τις σπουδές του.

  5. Shopping on-line has become the norm in today's society.

  6. Το να ψωνίζει κανείς στο διαδίκτυο έχει γίνει ο κανόνας στη σύγχρονη κοινωνία.

  7. She joined an on-line community focused on healthy living.

  8. Εγγράφηκε σε μια διαδικτυακή κοινότητα που εστιάζει στην υγιεινή ζωή.

  9. The information can be accessed on-line, which is very convenient.

  10. Οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες στο διαδίκτυο, κάτι που είναι πολύ βολικό.

  11. He enjoys playing games on-line with friends.

  12. Απολαμβάνει να παίζει παιχνίδια στο διαδίκτυο με φίλους.

  13. They offered on-line support for their customers.

  14. Προσέφεραν διαδικτυακή υποστήριξη για τους πελάτες τους.

  15. Finding recipes on-line is easier than flipping through cookbooks.

  16. Είναι πιο εύκολο να βρεις συνταγές στο διαδίκτυο παρά να γυρίζεις σε βιβλία μαγειρικής.

Ετυμολογία

Η λέξη on-line σχηματίζεται από την πρόθεση "on" (σε, πάνω σε) και το ουσιαστικό "line" (γραμμή), υποδηλώνοντας μια σύνδεση ή την παρουσία σε μια "γραμμή" επικοινωνίας, δηλαδή το διαδίκτυο.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - online - connected

Αντώνυμα: - off-line - disconnected



25-07-2024