on-line είναι ένα επιθετικό επίρρημα και μπορεί να χρησιμοποιείται και ως επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈɒn laɪn/
Η λέξη on-line αναφέρεται σε κάτι που είναι συνδεδεμένο στο διαδίκτυο ή σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα. Χρησιμοποιείται ευρέως για να περιγράψει υπηρεσίες, δραστηριότητες ή πληροφορίες που είναι διαθέσιμες μέσω του διαδικτύου.
Συχνότητα χρήσης: Χρησιμοποιείται συχνότερα στον προφορικό λόγο, αλλά είναι επίσης κοινή σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με την τεχνολογία και τις διαδικτυακές υπηρεσίες.
Προτιμώ να ψωνίζω στο διαδίκτυο παρά σε φυσικά καταστήματα.
Many classes are now offered on-line, making education more accessible.
Πολλά μαθήματα προσφέρονται τώρα στο διαδίκτυο, καθιστώντας την εκπαίδευση πιο προσβάσιμη.
The on-line meeting was scheduled for 3 PM.
Η λέξη on-line χρησιμοποιείται επίσης σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Ήμουν στο διαδίκτυο όταν βρήκα την τέλεια δουλειά.
He spends too much time on-line and neglects his studies.
Ξοδεύει πολύ χρόνο στο διαδίκτυο και παραμελεί τις σπουδές του.
Shopping on-line has become the norm in today's society.
Το να ψωνίζει κανείς στο διαδίκτυο έχει γίνει ο κανόνας στη σύγχρονη κοινωνία.
She joined an on-line community focused on healthy living.
Εγγράφηκε σε μια διαδικτυακή κοινότητα που εστιάζει στην υγιεινή ζωή.
The information can be accessed on-line, which is very convenient.
Οι πληροφορίες είναι προσβάσιμες στο διαδίκτυο, κάτι που είναι πολύ βολικό.
He enjoys playing games on-line with friends.
Απολαμβάνει να παίζει παιχνίδια στο διαδίκτυο με φίλους.
They offered on-line support for their customers.
Προσέφεραν διαδικτυακή υποστήριξη για τους πελάτες τους.
Finding recipes on-line is easier than flipping through cookbooks.
Η λέξη on-line σχηματίζεται από την πρόθεση "on" (σε, πάνω σε) και το ουσιαστικό "line" (γραμμή), υποδηλώνοντας μια σύνδεση ή την παρουσία σε μια "γραμμή" επικοινωνίας, δηλαδή το διαδίκτυο.
Συνώνυμα: - online - connected
Αντώνυμα: - off-line - disconnected