Once είναι ουσιαστικό.
/ˈwʌn.sɚ/
Η λέξη "once" σημαίνει μία μόνο φορά, μία επανάληψη χρόνου. Χρησιμοποιείται συχνά για να δηλώσει ότι κάτι συνέβη μία φορά στο παρελθόν ή για να περιγράψει μια κατάσταση ή γεγονός που αναμένεται να συμβεί μία φορά. Είναι πιο συχνή στον προφορικό λόγο αλλά απαντάται και σε γραπτό πλαίσιο.
I visited Paris once last year.
(Επισκέφτηκα το Παρίσι μία φορά πέρυσι.)
She told me once that she loved to travel.
(Μου είχε πει μία φορά ότι της άρεσε να ταξιδεύει.)
Once you finish your homework, you can go out.
(Μόλις τελειώσεις τις εργασίες σου, μπορείς να βγεις έξω.)
Η λέξη "once" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες ενδέχεται να μην μεταφράζονται κυριολεκτικά.
Once in a blue moon
(Μία φορά σε μπλε φεγγάρι) → αναφέρεται σε κάτι που συμβαίνει σπάνια.
Example: He visits his hometown once in a blue moon.
(Επισκέπτεται την πατρίδα του μία φορά σε μπλε φεγγάρι.)
Once bitten, twice shy
(Μία φορά που τσιμπάς, δυο φορές φοβάσαι) → αναφέρεται στην προσοχή που προσέχουμε μετά από μια αρνητική εμπειρία.
Example: After losing money, she's once bitten, twice shy about investing.
(Μετά την απώλεια χρημάτων, είναι πολύ προσεκτική με τις επενδύσεις.)
Once upon a time
(Μια φορά και έναν καιρό) → συνηθισμένη φράση που χρησιμοποιείται στις παραμυθένιες ιστορίες.
Example: Once upon a time, in a distant kingdom, there lived a princess.
(Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό βασίλειο, ζούσε μια πριγκίπισσα.)
Η λέξη "once" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "ānce," η οποία είναι μία σύνθεση του "ān" που σημαίνει "ένα" και του επιθέτου "ce," το οποίο χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον χρόνο.
Συνώνυμα: - a single time - one time
Αντώνυμα: - repeatedly - frequently