Επίθετο
/ˈwʌn ˌɑːrmd/
Η λέξη "one-armed" αναφέρεται σε κάποιον ή κάτι που έχει μόνο ένα χέρι, συνήθως χρησιμοποιούμενη για να περιγράψει άνθρωποι που έχουν χάσει το ένα τους χέρι είτε λόγω ατυχήματος είτε λόγω ιατρικής κατάστασης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό και προφορικό λόγο, με συχνότητα σε περιβάλλοντα που σχετίζονται με ιατρική, στρατιωτική και κοινωνική συζήτηση.
He is a one-armed soldier who fought bravely in the war.
(Είναι ένας μονοχέρης στρατιώτης που πολέμησε γενναία στον πόλεμο.)
The one-armed athlete inspired many with his determination.
(Ο μονοχέρης αθλητής ενέπνευσε πολλούς με την αποφασιστικότητά του.)
She created beautiful art despite being one-armed.
(Δημιούργησε όμορφη τέχνη παρά το ότι είναι μονοχέρης.)
Η λέξη "one-armed" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες φράσεις και αναφορές που την περιέχουν:
This term refers to slot machines, as they have a lever that resembles an arm.
(Ο όρος αναφέρεται σε slot machines, καθώς έχουν μια λεβέτα που μοιάζει με χέρι.)
"One-armed push-up"
This refers to a challenging exercise that is performed using one arm.
(Αναφέρεται σε μια προκλητική άσκηση που εκτελείται με το ένα χέρι.)
"One-armed hero"
Η λέξη "one-armed" προέρχεται από το αγγλικό "one" (ένα) και "armed" (οπλισμένος ή με χέρι), υπονοώντας ότι το αντικείμενο ή το πρόσωπο έχει μόνο ένα χέρι.
Συνώνυμα: - μονοχέρης - χωρίς ένα χέρι
Αντώνυμα: - δίχρωμος - διχαλωτός
Αυτή η λέξη και η χρήση της άσκησε προσφορά στα χαρακτηριστικά του ανθρώπινου σώματος και της αντοχής, αναγνωρίζοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι με αναπηρίες.