Το "one-piece drill" χρησιμοποιείται ως σύνθετο ουσιαστικό (noun) στην αγγλική γλώσσα.
/ˈwʌn piːs drɪl/
Το "one-piece drill" αναφέρεται σε ένα τρυπάνι που κατασκευάζεται ως ενιαίο κομμάτι χωρίς σύνθετα μέρη ή αρθρώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε βιομηχανικές και κατασκευαστικές εφαρμογές, όπου απαιτείται η διάτρηση σε διάφορους τύπους υλικών. Κάνοντας χρήση αυτό της μορφής, προλαμβάνονται προβλήματα που μπορεί να προκύψουν με τους συνδετήρες ή τις ενώσεις.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενο στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά κείμενα και εγχειρίδια προμηθευτών εργαλείων, καθώς και σε βιομηχανικές περιγραφές και καταλόγους προϊόντων.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε ένα τρυπάνι ενός κομματιού για να δημιουργήσει μια ακριβή τρύπα στο μεταλλικό φύλλο.
For this project, we need a one-piece drill that can withstand high temperatures.
Για αυτό το έργο, χρειαζόμαστε ένα τρυπάνι ενός κομματιού που μπορεί να αντέξει σε υψηλές θερμοκρασίες.
He prefers to use a one-piece drill for efficiency and durability.
Η έκφραση "one-piece drill" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να υπάρξουν σχετικές εφαρμογές:
Ένα τρυπάνι ενός κομματιού κάνει τη δουλειά χωρίς καμία δυσκολία.
"Investing in a quality one-piece drill can save you time and effort."
Η επένδυση σε ένα ποιοτικό τρυπάνι ενός κομματιού μπορεί να σας εξοικονομήσει χρόνο και προσπάθεια.
"Don't underestimate the power of a simple one-piece drill."
Η λέξη "drill" προέρχεται από τη μέση αγγλική "drillen," που σημαίνει "γυρίζω" ή "τρυπώ," με τις ρίζες της να αναφέρονται σε παλαιότερες γερμανικές λέξεις. Η λέξη "one-piece" σχηματίζεται από την αγγλική λέξη "one," που σημαίνει "ένα," και "piece," που σημαίνει "κομμάτι."
Συνώνυμα: - Monolithic drill - Solid drill
Αντώνυμα: - Multi-part drill - Assemble drill
Με αυτές τις πληροφορίες μπορείτε να κατανοήσετε καλύτερα το "one-piece drill" και τις εφαρμογές του τόσο στην τεχνική γλώσσα όσο και στη καθημερινότητα.