Το "one-side open pore" είναι ουσιαστικό.
/ˈwʌn saɪd ˈoʊpən pɔr/
Η έννοια του "one-side open pore" αναφέρεται σε πόρους που είναι ανοιχτοί μόνο από μία πλευρά, συχνά χρησιμοποιούμενοι για να περιγράψουν υλικά ή δομές που επιτρέπουν τη ροή ή τη διείσδυση ουσιών μόνο από μία κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται σε επιστημονικά και τεχνικά πεδία, όπως η χημική μηχανική και η υλικολογία.
Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα. Είναι λιγότερο κοινή στην καθημερινή ομιλία ή σε φιλολογικά κείμενα.
Το φίλτρο έχει σχεδιαστεί με μια δομή πόρου ανοιγμένου μόνο από τη μία πλευρά για καλύτερη φιλτράρισμα.
In the experiment, we used a material that has one-side open pores to study gas absorption.
Στο πείραμα, χρησιμοποιήσαμε ένα υλικό που έχει πορώδες ανοιγμένο μόνο από τη μία πλευρά για να μελετήσουμε την απορρόφηση αερίου.
The one-side open pore characteristic allows for efficient airflow while preventing dust intrusion.
Η φράση "one-side open pore" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς αναφέρεται σε τεχνικούς και επιστημονικούς τομείς. Ωστόσο, μπορεί να συνδεθεί με χώρο όπου οι ανοιχτοί πόροι είναι σημαντικοί:
Με τους ανοιχτούς πόρους μόνο από τη μία πλευρά, αυτό το υλικό υπερέχει στην κατακράτηση υγρασίας.
The innovation of one-side open pore technology has revolutionized the field of filtration.
Η φράση "one-side open pore" προέρχεται από τα αγγλικά, όπου "one-side" σημαίνει "μία πλευρά", "open" σημαίνει "ανοιχτός" και "pore" σημαίνει "πόρος".
Συνώνυμα: - Unidirectional pore (ενιαίας κατεύθυνσης πόρος) - Single-sided pore (μονοπλευρός πόρος)
Αντώνυμα: - Two-side open pore (πορός ανοιγμένος και από τις δύο πλευρές) - Closed pore (κλειστός πόρος)