Ρήμα
/ˈoʊpəlaɪz/
Η λέξη "opalize" αναφέρεται στη διαδικασία με την οποία ένα υλικό αποκτά οπαλίτη (opal), ένα πολύτιμο κρύσταλλο που έχει χαρακτηριστικές έγχρωμες ανταύγειες. Χρησιμοποιείται κυρίως σε γεωλογία και ορυκτολογία για να περιγράψει τη διαδικασία της ανάπτυξης οπαλίτη από άλλα ορυκτά. Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
The artist decided to opalize some of his glass sculptures.
Ο καλλιτέχνης αποφάσισε να οπαλίσει μερικά από τα γυάλινα γλυπτά του.
Scientists studied how minerals can opalize over time.
Οι επιστήμονες μελέτησαν πώς τα ορυκτά μπορούν να οπαλίσουν με την πάροδο του χρόνου.
The process to opalize the stone took many years.
Η διαδικασία για να οπαλίσει η πέτρα διήρκεσε πολλά χρόνια.
Η λέξη "opalize" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στην καθημερινή γλώσσα. Ακολουθούν όμως μερικές σχετικές προτάσεις που δείχνουν τη χρήση της λέξης σε ποιοτικό ή επιστημονικό λόγο:
As the temperature rose, the minerals began to opalize, revealing their hidden beauty.
Καθώς η θερμοκρασία ανέβαινε, τα ορυκτά άρχισαν να οπαλίζουν, αποκαλύπτοντας την κρυμμένη ομορφιά τους.
The team recorded how the sediment layers would opalize in varying conditions.
Η ομάδα κατέγραψε πώς οι στρώσεις κατακρήμνισης θα οπαλίσουν υπό διαφορετικές συνθήκες.
The experiment demonstrated how complex environments can influence the rate at which objects opalize.
Το πείραμα απέδειξε πώς οι σύνθετες συνθήκες μπορούν να επηρεάσουν τον ρυθμό με τον οποίο τα αντικείμενα οπαλίζουν.
Η λέξη "opalize" προέρχεται από την αγγλική λέξη "opal", που σημαίνει οπαλίτης, συνδυασμένη με το κατάληξη "-ize", που δηλώνει τη διαδικασία ή τη δράση της μετατροπής σε κάτι, στην προκειμένη περίπτωση σε οπαλίτη.
Συνώνυμα: - opalise - geminate (χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα γεωλογικά συμφραζόμενα)
Αντώνυμα: - dissolve (διαλύω) - break down (πέφτω σε σκόνη)
Αυτή είναι η αναλυτική παρουσίαση της λέξης "opalize".