Ρήμα
/ˈoʊpən/
Η λέξη "open" χρησιμοποιείται στα Αγγλικά για να περιγράψει την ενέργεια του να κάνεις κάτι ανοιχτό, είτε αυτό αναφέρεται σε φυσικά αντικείμενα όπως πόρτες ή παράθυρα, είτε συμβολικά όπως τη διάθεση για νέες ιδέες ή προοπτικές. Χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικό και γραπτό λόγο, με υψηλή συχνότητα σε διάφορες καθημερινές καταστάσεις.
Χρειάζομαι να ανοίξω το παράθυρο για καθαρό αέρα.
She decided to open a new chapter in her life.
Απόφασισε να ξεκινήσει ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή της.
Please open your books to page ten.
Η λέξη "open" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτή η φράση σημαίνει να ξεκινήσεις μια περίπλοκη κατάσταση που μπορεί να οδηγήσει σε προβλήματα.
Open the floodgates
Σημαίνει να επιτρέψω κάτι να συμβεί που θα οδηγήσει σε μια υπερβολική ποσότητα από κάτι.
Open up to someone
Σημαίνει να μοιράζεσαι τις σκέψεις και τα αισθήματά σου με κάποιον άλλον.
Open for business
Η λέξη "open" προέρχεται από την παληά Αγγλική λέξη "open" (oefen), η οποία σημαίνει "να επιτρέπω" ή "να κάνω προσβάσιμο". Η ρίζα της μπορεί να αναχθεί στη Λατινική λέξη "apertus".
Συνώνυμα: - Ajar - Unlocked - Accessible
Αντώνυμα: - Closed - Shut - Inaccessible