Επίθετο
/ˈoʊ.pən.feɪst/
Η λέξη "open-faced" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει φαγητό, ειδικά σάντουιτς ή σνακ που δεν είναι καλυμμένα με ψωμί από πάνω. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε μενού εστιατορίων ή συνταγές, αν και μπορεί να ακουστεί και σε συζητήσεις σχετικά με φαγητό.
Παρήγγειλα ένα ανοιχτό σάντουιτς με γαλοπούλα και αβοκάντο.
The restaurant is famous for its open-faced toast with various toppings.
Το εστιατόριο είναι διάσημο για τα ανοιχτά τοστ του με διάφορες επαλείψεις.
For breakfast, I made an open-faced bagel with cream cheese and smoked salmon.
Η λέξη "open-faced" δεν είναι ιδιαίτερα συνδεδεμένη με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η χρήση της στο πλαίσιο του φαγητού μπορεί να επεκταθεί:
Του αρέσει να κρατά τις συζητήσεις του ανοιχτές και ειλικρινείς.
An open-faced attitude is crucial in building trust with clients.
Μια ανοιχτή στάση είναι κρίσιμη για την οικοδόμηση εμπιστοσύνης με τους πελάτες.
They served an open-faced grilled cheese sandwich that was delicious.
Η λέξη προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, σχηματισμένη από τους όρους "open" (ανοιχτός) και "faced" (πρόσωπο ή επιφάνεια), υποδεικνύοντας ότι το φαγητό είναι ανοιχτό από πάνω.
Συνώνυμα: - Open-faced sandwich (ανοιχτό σάντουιτς) - Uncovered sandwich (ξεσκέπαστο σάντουιτς)
Αντώνυμα: - Closed sandwich (κλειστό σάντουιτς) - Sealed sandwich (σφραγισμένο σάντουιτς)
Ελπίζω οι πληροφορίες αυτές να είναι χρήσιμες!