Ο όρος "open-hole drilling" είναι μια σύνθετη φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό φράση.
/ˈoʊ.pən ˈhoʊl ˈdrɪl.ɪŋ/
Η "open-hole drilling" αναφέρεται σε μια μέθοδο γεώτρησης που περιλαμβάνει τη διάνοιξη μιας τρύπας στο έδαφος ή τη θάλασσα χωρίς τη χρήση σωλήνων ή άλλων υποστηρικτικών στοιχείων, διατηρώντας τον τοίχο της γεώτρησης ανοικτό. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου, ενώ μπορεί να εφαρμοστεί και σε γεωλογικές μελέτες.
Η χρήση της είναι συχνή σε τεχνικές και βιομηχανικές συζητήσεις, κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, αν και μπορεί να αναφέρεται και προφορικά σε εξειδικευμένα περιβάλλοντα.
Οι μηχανικοί εξετάζουν την ανοιχτή γεώτρηση για το νέο πεδίο πετρελαίου.
Open-hole drilling allows for a better assessment of the geological formation.
Η ανοιχτή γεώτρηση επιτρέπει καλύτερη αξιολόγηση της γεωλογικής δομής.
Safety measures are crucial in open-hole drilling operations.
Μερικές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την "open-hole drilling" περιλαμβάνουν:
Πρέπει να γεωτρήσουμε προς την ανοιχτή τρύπα για να αξιολογήσουμε σωστά την κατάσταση.
"Go deeper than open-hole drilling"
Για να βρούμε τους καλύτερους πόρους, πρέπει να πάμε πιο βαθιά από την ανοιχτή γεώτρηση.
"Staying safe while open-hole drilling"
Η διασφάλιση της ασφάλειας κατά την ανοιχτή γεώτρηση είναι η κορυφαία προτεραιότητά μας.
"Open-hole drilling has its challenges"
Ο όρος "open-hole" προέρχεται από την Αγγλική γλώσσα, όπου "open" σημαίνει "ανοιχτός" και "hole" σημαίνει "οπλή" ή "τρύπα". Ο όρος "drilling" προέρχεται από το ρήμα "to drill", που σημαίνει να γεώτρηση.
Casingless drilling
Αντώνυμα:
Αυτή η οργανωμένη απάντηση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "open-hole drilling" σε σχέση με τη χρήση του στην Αγγλική γλώσσα, τις δυνατότητες μετάφρασης, και άλλες σχετικές πληροφορίες.