Το "opener" είναι ουσιαστικό.
/ˈoʊpənər/
Το "opener" αναφέρεται σε ένα αντικείμενο ή έννοια που ανοίγει κάτι, είτε αυτό είναι φυσικό (π.χ., ανοιχτήρι κουτιών) είτε μεταφορικό (π.χ., η εισαγωγή σε μια ομιλία ή άρθρο). Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάτι που ξεκινά ή διευκολύνει την αρχή μιας διαδικασίας. Ο όρος χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, με συχνότητα που τάσσεται περισσότερο προς τον προφορικό λόγο.
Η εισαγωγή της παρουσίασης πραγματικά τράβηξε την προσοχή του κοινού.
He used a bottle opener to open the beer.
Χρησιμοποίησε ένα ανοιχτήρι μπουκαλιών για να ανοίξει την μπύρα.
The author chose a captivating opener for her new book.
Ο όρος "opener" μπορεί να συναντήσουμε σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
She started the meeting with an ice breaker opener to warm up the group.
Conversation opener
A good conversation opener can change the entire mood of the discussion.
Second chance opener
He gave me a second chance opener to redeem myself after the mistake.
Event starter opener
Η λέξη "opener" προέρχεται από το ρήμα "open," που σημαίνει "ανοίγω." Το "-er" προστίθεται για να δείξει κάποιον ή κάτι που εκτελεί αυτήν την ενέργεια.
Συνώνυμα: - opener (ανοιχτήρι) - introduction (εισαγωγή) - initiator (πρωτοστάτης)
Αντώνυμα: - closer (κλείσιμο) - finisher (ολοκλήρωση)