ophthalmoplegic - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

ophthalmoplegic (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική μεταγραφή

/ˌɒfθəlˈmɒplədʒɪk/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "ophthalmoplegic" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αιτία που προκαλεί παράλυση των μυών των ματιών. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο και σε περιγράμματα σχετικών καταστάσεων.

Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε ιατρικά άρθρα, έρευνες και αναφορές, παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. The patient presented with ophthalmoplegic symptoms following the infection.
  2. Ο ασθενής παρουσίασε οφθαλμοπληγικά συμπτώματα μετά την μόλυνση.

  3. Ophthalmoplegic migraine can lead to temporary vision problems.

  4. Η οφθαλμοπληγική ημικρανία μπορεί να προκαλέσει προσωρινά προβλήματα όρασης.

  5. Doctors often conduct tests to determine the underlying cause of ophthalmoplegic disorders.

  6. Οι γιατροί συχνά πραγματοποιούν εξετάσεις για να προσδιορίσουν την υποκείμενη αιτία οφθαλμοπληγικών διαταραχών.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "ophthalmoplegic" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης ιατρικής φύσης της, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις:

  1. The diagnosis of ophthalmoplegic condition added complexity to the treatment plan.
  2. Η διάγνωση οφθαλμοπληγικής κατάστασης προσέθεσε πολυπλοκότητα στο σχέδιο θεραπείας.

  3. Learning about ophthalmoplegic symptoms can help in early detection.

  4. Η εκμάθηση για τα οφθαλμοπληγικά συμπτώματα μπορεί να βοηθήσει στην πρόωρη ανίχνευση.

  5. His research focused on the effects of ophthalmoplegic migraines on daily life.

  6. Η έρευνά του εστίασε στις επιπτώσεις των οφθαλμοπληγικών ημικρανιών στην καθημερινή ζωή.

Ετυμολογία

Η λέξη αποτελείται από το ελληνικό "ophthalmos" (οφθαλμός) και "plegia" (παράλυση), υποδηλώνοντας την κατάσταση της παράλυσης των μυών που ελέγχουν τα μάτια.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Oculoplegic (οφθαλμοπληγικός) - Eye paralysis (παράλυση ματιού)

Αντώνυμα: - Oculomotor (οφθαλμοκινητικός), που αναφέρεται στην κανονική λειτουργία των μυών των ματιών.



25-07-2024