Επίθετο
/ˌɒfθəlˈmɒplədʒɪk/
Η λέξη "ophthalmoplegic" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αιτία που προκαλεί παράλυση των μυών των ματιών. Χρησιμοποιείται κυρίως στο ιατρικό λεξιλόγιο και σε περιγράμματα σχετικών καταστάσεων.
Η λέξη είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε ιατρικά άρθρα, έρευνες και αναφορές, παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ασθενής παρουσίασε οφθαλμοπληγικά συμπτώματα μετά την μόλυνση.
Ophthalmoplegic migraine can lead to temporary vision problems.
Η οφθαλμοπληγική ημικρανία μπορεί να προκαλέσει προσωρινά προβλήματα όρασης.
Doctors often conduct tests to determine the underlying cause of ophthalmoplegic disorders.
Η λέξη "ophthalmoplegic" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις λόγω της εξειδικευμένης ιατρικής φύσης της, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές προτάσεις:
Η διάγνωση οφθαλμοπληγικής κατάστασης προσέθεσε πολυπλοκότητα στο σχέδιο θεραπείας.
Learning about ophthalmoplegic symptoms can help in early detection.
Η εκμάθηση για τα οφθαλμοπληγικά συμπτώματα μπορεί να βοηθήσει στην πρόωρη ανίχνευση.
His research focused on the effects of ophthalmoplegic migraines on daily life.
Η λέξη αποτελείται από το ελληνικό "ophthalmos" (οφθαλμός) και "plegia" (παράλυση), υποδηλώνοντας την κατάσταση της παράλυσης των μυών που ελέγχουν τα μάτια.
Συνώνυμα: - Oculoplegic (οφθαλμοπληγικός) - Eye paralysis (παράλυση ματιού)
Αντώνυμα: - Oculomotor (οφθαλμοκινητικός), που αναφέρεται στην κανονική λειτουργία των μυών των ματιών.