Opium eater είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈoʊ.pi.əm ˈiː.tər/
Ο όρος "opium eater" αναφέρεται σε κάποιον που καταναλώνει όπιο ή είναι εξαρτημένος από αυτό. Το όπιο είναι ένα ναρκωτικό που εξάγεται από τον φυτικό χυμό του παπαρούνας. Στη γλώσσα των Αγγλικών, ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί κυριολεκτικά για να περιγράψει κάποιον που παίρνει όπιο, ή μεταφορικά, να αναφερθεί σε κάποιον που είναι εθισμένος σε κάτι, συνήθως κάπου όπου υπάρχει μία συναισθηματική ή ψυχολογική εξάρτηση.
Συχνότητα χρήσης: Ο όρος δεν είναι πολύ συχνά χρησιμοποιούμενος στην καθημερινή ομιλία σήμερα και μπορεί να εμφανιστεί περισσότερο σε λογοτεχνία ή σε συζητήσεις σχετικά με ναρκωτικά και εθισμούς.
Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία ενός χρήστη οπίου που παλεύει με την εξάρτηση.
In the 19th century, many artists and writers were known as opium eaters due to their use of the drug.
Τον 19ο αιώνα, πολλοί καλλιτέχνες και συγγραφείς ήταν γνωστοί ως χρήστες οπίου λόγω της χρήσης του ναρκωτικού.
The dangers of being an opium eater were highlighted in various literary works of the time.
Ο όρος "opium eater" δεν είναι πολύ διαδεδομένος σε ιδιωματικές εκφράσεις στις σύγχρονες Αγγλικές, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ιστορικά ή λογοτεχνικά συμφραζόμενα:
Ο όρος "χρήστης οπίου" χρησιμοποιούνταν συχνά ποιητικά για να περιγράψει τις βασανισμένες ψυχές των καλλιτεχνών.
Many argue that the life of an opium eater reflects a deep existential struggle.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι η ζωή ενός χρήστη οπίου αντικατοπτρίζει μια βαθιά υπαρξιακή πάλη.
The legacy of the opium eater continues to fascinate those interested in addiction.
Ο όρος "opium" προέρχεται από την ελληνική λέξη "όπιον" που σημαίνει "σπέρμα", και χρησιμοποιόταν για να αναφέρεται στο προϊόν της παπαρούνας. Η λέξη "eater" προέρχεται από το παλιό αγγλικό "etan", που σημαίνει "κάποιος που τρώει ή καταναλώνει".
Συνώνυμα:
- Drug user (χρήστης ναρκωτικών)
- Addict (εξαρτημένος)
Αντώνυμα:
- Abstainer (αποχής)
- Non-user (μη χρήστης)