Oppilation είναι ουσιαστικό.
/ɒpɪˈleɪʃən/
Η λέξη "oppilation" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή διαδικασία κατά την οποία κάτι είναι κλειστό ή εμποδισμένο, συχνά χρησιμοποιείται σε ιατρικό ή φυσικό πλαίσιο για να περιγράψει εμπόδια ή φραγμούς σε σωλήνες ή κανάλια. Η χρήση της είναι σχετικά σπάνια, εμφανίζεται περισσότερο σε επιστημονικές ή ιατρικές γραφές παρά σε καθημερινές συνομιλίες.
Η χρήση της λέξης "oppilation" είναι σπάνια στον προφορικό λόγο και εντοπίζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε επιστημονικά κείμενα.
Η ιατρική αναφορά έδειξε ότι υπήρχε ένα κλείσιμο στην αρτηρία.
Due to oppilation, the fluid could not pass through the duct.
Λόγω του κλεισίματος, το υγρό δεν μπορούσε να περάσει μέσα από τον αγωγό.
The engineer studied the oppilation in the drainage system to find a solution.
Δυστυχώς, η λέξη "oppilation" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως μπορούμε να παραθέσουμε κάποιες προτάσεις που σχετίζονται με την έννοια της λέξης.
Πρέπει να αποσαφηνίσουμε το κλείσιμο στην επικοινωνία μας για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις.
There was an oppilation of ideas during the meeting, leading to confusion.
Υπήρξε ένα κλείσιμο ιδεών κατά τη διάρκεια της συνάντησης, που οδήγησε σε σύγχυση.
The oppilation in thoughts can hinder creativity.
Η λέξη "oppilation" προέρχεται από το λατινικό "opilatio", που σημαίνει "κλείσιμο" ή "φραγή", και συνδυάζει τη ρίζα "op-", που αναφέρεται σε αναστολή ή εμπόδιο.