Ρήμα
/əˈpəʊzər/
Η λέξη "opposer" προέρχεται από το ρήμα "oppose" και αναφέρεται στο να βρίσκεται κανείς σε αντίθεση ή σε αντίκτυπο απέναντι σε μία πρόταση, ιδέα ή ενέργεια. Χρησιμοποιείται συχνά σε πολιτικά, κοινωνικά και νομικά συμφραζόμενα. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι σχετικά μέτρια, αν και το ρήμα "oppose" χρησιμοποιείται πιο συχνά στην καθημερινή γλώσσα. Χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο.
Πολλοί άνθρωποι είναι πρόθυμοι να αντιταχθούν σε τον νέο νόμο.
The committee will listen to those who wish to opposer the proposal.
Η επιτροπή θα ακούσει εκείνους που επιθυμούν να αντιταχθούν στην πρόταση.
Activists often find themselves as opposers of the status quo.
Η λέξη "opposer" μπορεί να μην έχει άμεσες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν αρκετές φράσεις που περιλαμβάνουν σχετικές λέξεις όπως "oppose":
Η κοινότητα αντιτάσσεται στην προτεινόμενη ανάπτυξη.
To be at odds with
Το συμβούλιο είναι συχνά σε αντίθεση με εκείνους που αντιτίθενται στις αποφάσεις τους.
To take a stand against
Η λέξη "opposer" προέρχεται από το γαλλικό "opposer," το οποίο προέρχεται από το λατινικό "opponere," που σημαίνει "να τοποθετήσετε απέναντι," συνδυάζοντας τα πρόθεμα "ob-" (ενάντια) και "ponere" (να τοποθετήσετε).
Συνώνυμα: - Antagonist - Opponent - Adversary
Αντώνυμα: - Supporter - Advocate - Proponent