Το "oral mucositis" είναι ουσιαστικό και αναφέρεται σε μια ιατρική κατάσταση.
/ˈɔːrəl mjuːˈkoʊsɪtɪs/
Η στοματική μυκητίαση (oral mucositis) είναι μια επώδυνη φλεγμονή και έλκωση της βλεννογόνου μεμβράνης της στοματικής κοιλότητας, η οποία συχνά παρατηρείται σε ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία ή ακτινοθεραπεία για καρκίνο. Χρησιμοποιείται συνήθως στο ιατρικό πλαίσιο και έχει μια μέτρια συχνότητα χρήσης. Είναι πιο συχνά παρούσα σε γραπτό κείμενο, ειδικά σε ιατρικές αναφορές και άρθρα.
Patients with oral mucositis often experience significant pain and discomfort.
Οι ασθενείς με στοματική μυκητίαση συχνά βιώνουν έντονο πόνο και δυσφορία.
The treatment for oral mucositis may include medicated mouth rinses and pain relief medications.
Η θεραπεία για τη στοματική μυκητίαση μπορεί να περιλαμβάνει ιατρικά στοματικά ξεβγάλματα και παυσίπονα.
Η φράση "oral mucositis" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να συμπεριληφθεί σε πιο γενικές προτάσεις που σχετίζονται με την υγειονομική περίθαλψη.
Managing oral mucositis is essential for improving the quality of life for cancer patients.
Η διαχείριση της στοματικής μυκητίασης είναι απαραίτητη για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των καρκινοπαθών.
Early recognition of oral mucositis can help in preventing severe complications.
Η πρώιμη αναγνώριση της στοματικής μυκητίασης μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη σοβαρών επιπλοκών.
Patients undergoing chemotherapy should be educated about oral mucositis symptoms.
Οι ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοθεραπεία θα πρέπει να ενημερωθούν για τα συμπτώματα της στοματικής μυκητίασης.
Η λέξη "mucositis" προέρχεται από το "mucosa" (βλεννογόνος) και το επίθημα "-itis" που υποδηλώνει φλεγμονή. Το "oral" προέρχεται από το λατινικό "oralis," που σχετίζεται με το στόμα.
Συνώνυμα:
- στοματική φλεγμονή
- βλεννογονίτιδα
Αντώνυμα:
Δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα για τη στοματική μυκητίαση, καθώς αναφέρεται σε μια συγκεκριμένη ιατρική κατάσταση. Ωστόσο, μπορεί να διαφοροποιηθεί από καταστάσεις υγιούς στοματικής βλεννογόνου.