Ο όρος "organized matter" είναι ουσιαστικό.
/ˈɔːɡənaɪzd ˈmætər/
Η φράση "organized matter" αναφέρεται σε ύλη η οποία έχει διάρθρωση ή τάξη, αντίθετα με την ακατάσχετη ή τυχαία διάταξη. Στις φυσικές επιστήμες, μπορεί να περιγράψει τη δομή και τη διάταξη των σωματιδίων σε υλικά.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε ακαδημαϊκά και τεχνικά κείμενα, ειδικά σε περιοχές όπως η φυσική, η χημεία και η υλικολογία. Ωστόσο, η χρήση του είναι λιγότερο συχνή στην καθημερινή συνομιλία.
"Οι επιστήμονες μελετούν τις ιδιότητες της οργανωμένης ύλης."
"Organized matter can exist in various forms, such as crystals or polymers."
"Η οργανωμένη ύλη μπορεί να υπάρχει σε διάφορες μορφές, όπως κρύσταλλοι ή πολυμερή."
"In the universe, organized matter is found in stars and planets."
Ο όρος "organized matter" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα. Ωστόσο, παρακάτω είναι μερικές προτάσεις που χρησιμοποιούν σχετικούς όρους:
"Είναι σημαντικό να φέρουμε κάποια τάξη στην οργανωμένη ύλη σε ένα χαοτικό εργαστήριο."
"Scientists strive to understand the composition of organized matter in the universe."
"Οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν τη σύνθεση της οργανωμένης ύλης στο σύμπαν."
"The creation of organized matter is fundamental in material science."
Ο όρος "organized" προέρχεται από το ρήμα "organize", που σημαίνει "να ταξινομήσεις ή να βάλεις σε τάξη", ενώ το "matter" προέρχεται από τη λατινική λέξη "materia," που σημαίνει "υλικό ή ουσία."
Συνώνυμα: - Structured matter - Systematic matter
Αντώνυμα: - Disorganized matter - Chaotic matter