Organza είναι ουσιαστικό.
/ɔːrˈɡæn.zə/
Η οργανζά είναι ένα λεπτό, διαφανές ύφασμα, συνήθως φτιαγμένο από νάιλον ή πολυεστέρα, που χρησιμοποιείται κυρίως στη μόδα και τη διακόσμηση. Είναι γνωστή για την στιλπνή υφή και τη φυσική της αισθητική, και συχνά χρησιμοποιείται σε φορέματα, τούλια και διάφορες διακοσμητικές εφαρμογές.
Η λέξη "organza" χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της μόδας και της διακόσμησης. Εμφανίζεται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο διαδεδομένη σε γραπτές αναφορές σχετικά με υφάσματα και σχεδιασμό.
Το νυφικό ήταν όμορφα διακοσμημένο με στρώματα οργανζά.
She chose organza curtains for her living room to let in natural light.
Διάλεξε κουρτίνες οργανζά για το σαλόνι της για να αφήνει το φυσικό φως να εισέρχεται.
The fashion designer showcased a collection featuring organza blouses.
Η λέξη "organza" δεν έχει στενές ιδιωματικές εκφράσεις στα αγγλικά, αλλά χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της μόδας. Εδώ είναι μερικές προτάσεις που δείχνουν την ηλικία της στην γλώσσα.
Λατρεύει την απαλή αίσθηση της οργανζά πάνω στο δέρμα της.
Organza adds a touch of elegance to any outfit.
Η οργανζά προσθέτει μια αίσθηση κομψότητας σε οποιοδήποτε ντύσιμο.
The party decorations were made from colorful organza ribbons.
Η λέξη "organza" προέρχεται από την ιταλική λέξη "organzino," που αναφέρεται σε ένα λεπτό ύφασμα, και αυτή με τη σειρά της θεωρείται ότι έχει γαλλικές ρίζες.
Συνώνυμα: - Tulle - Chiffon
Αντώνυμα: - Τζιν (Denim) - Κόκκινο ύφασμα (Canvas)