Το "orienting" είναι ρήμα (gerund) που προέρχεται από το ρήμα "orient".
/ˈɔːr.i.ən.tɪŋ/
Η λέξη "orienting" αναφέρεται στη διαδικασία του να κατανοεί κάποιος τον προσανατολισμό του σε έναν χώρο ή σε μια κατάσταση, ή στη διαδικασία καθοδήγησης κάποιου προς ένα συγκεκριμένο στόχο ή κατεύθυνση. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη ή το αποτέλεσμα του προσανατολισμού, είτε σωματικά είτε νοητικά. Είναι ένα σχετικά συχνό λεξιλόγιο τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και μπορεί να προτιμάται περισσότερο σε επιστημονικά ή επαγγελματικά πλαίσια.
Ο δάσκαλος καθοδηγεί τους μαθητές στην νέα τεχνολογία στην τάξη.
We spent the first day orienting ourselves with the new city.
Περάσαμε την πρώτη ημέρα προσανατολισμένοι στη νέα πόλη.
Orienting the interns to the company culture is crucial for their success.
Η λέξη "orienting" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο, υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που εξαρτώνται από το πλαίσιο:
Ο προσανατολισμός σου σε ένα νέο περιβάλλον είναι απαραίτητος.
He has a talent for orienting others during complex discussions.
Έχει ταλέντο να καθοδηγεί τους άλλους κατά τη διάρκεια σύνθετων συζητήσεων.
Effective orienting can reduce confusion in large groups.
Η λέξη "orient" προέρχεται από τη λατινική λέξη "orientem", που σημαίνει "να στραφεί προς την ανατολή". Συνδέεται με την ιδέα του προσανατολισμού σε κατευθύνσεις.
Συνώνυμα: - Guiding - Directing - Navigating
Αντώνυμα: - Confusing - Disorienting - Misleading