Λέξη: original
Μέρος του λόγου: Επίθετο (adjective)
Φωνητική μεταγραφή: /əˈrɪdʒ.ɪ.nəl/
Η λέξη original χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι αυθεντικό ή πρωτότυπο, σε αντίθεση με κάτι που είναι αντιγραμμένο ή παραλλαγμένο. Στην αγγλική γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει μια ιδέα, δημιουργία ή προϊόν που δεν έχει προέλθει από άλλη πηγή. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή και χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και στο γραπτό λόγο.
The original painting was displayed in the museum.
Ο αυθεντικός πίνακας εκτέθηκε στο μουσείο.
She wrote the original story for the movie.
Αυτή έγραψε την πρωτότυπη ιστορία για την ταινία.
I prefer the original version of the song over the remix.
Προτιμώ την αυθεντική έκδοση του τραγουδιού από το remix.
Η λέξη original χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις όπως:
Original sin
Αυθεντική αμαρτία
(Η θρησκευτική έννοια που αναφέρεται στην αμαρτία του Αδάμ και της Εύας.)
Original thinker
Πρωτότυπος στοχαστής
(Κάποιος που έχει μοναδικές και καινοτόμες ιδέες.)
Original plan
Αυθεντικό σχέδιο
(Η πρώτη εκδοχή ή προσέγγιση ενός σχεδίου πριν από οποιεσδήποτε αλλαγές.)
Keep it original
Κράτα το αυθεντικό
(Συμβουλή να διατηρήσεις κάτι στην αρχική του μορφή.)
Original soundtrack
Αυθεντικό σάουντρακ
(Η μουσική που γράφτηκε ειδικά για μια ταινία ή σειρά.)
Η λέξη original προέρχεται από το λατινικό "originalis", που σημαίνει "που προέρχεται από μια πηγή". Από εκεί, πέρασε μέσω του γαλλικού "original", για να φτάσει στην αγγλική γλώσσα.
Συνώνυμα: - Authentic - Genuine - Innovative
Αντώνυμα: - Imitative - Derived - Secondhand