Ουσιαστικό
/ɔːrθoʊ.kroʊˈmeɪ.ʒə/
Η ορθοχρωμία αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου τα κύτταρα ή οι ιστοί παρουσιάζουν φυσιολογικές ή αναμενόμενες χρωματικές αντιδράσεις, ειδικά σε μικροσκοπικές εξετάσεις. Αυτός ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως στο πλαίσιο της παθολογίας και της κυτταρικής βιολογίας για να δηλώσει την ομαλή αντίσταση χρώματος που περιγράφει την υγιή κατάσταση των κυττάρων.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Αν και είναι ένας τεχνικός όρος, η ορολογία χρησιμοποιείται συχνά σε επιστημονικά κείμενα, σε επαγγελματικά μίλια και σε ιατρικές αναφορές, δείχνοντας ότι ενδέχεται να συναντηθεί κυρίως σε γραπτό λόγο παρά σε προφορικό.
The pathologist noted the presence of orthochromasia in the stained tissue samples.
Ο παθολογοανατόμος παρατήρησε την παρουσία ορθοχρωμίας στα βαμμένα δείγματα ιστού.
Orthochromasia is an important feature in the diagnosis of certain blood disorders.
Η ορθοχρωμία είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό στη διάγνωση ορισμένων αιματολογικών παθήσεων.
Η λέξη "ορθοχρωμία" δεν εμφανίζεται σε κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε επιστημονικά συμφραζόμενα με διάφορους τρόπους:
The tumor exhibited signs of orthochromasia, confirming its benign nature.
Ο όγκος παρουσίασε σημεία ορθοχρωμίας, επιβεβαιώνοντας την καλοήθη φύση του.
In the examination of blood smears, orthochromasia can indicate healthy erythrocytes.
Στην εξέταση επιχρισμάτων αίματος, η ορθοχρωμία μπορεί να υποδηλώνει υγιή ερυθροκύτταρα.
The study focused on the role of orthochromasia in diagnosing anemia.
Η μελέτη επικεντρώθηκε στο ρόλο της ορθοχρωμίας στη διάγνωση της αναιμίας.
Η λέξη "ορθοχρωμία" προέρχεται από τα ελληνικά "ορθός" (σωστός ή κανονικός) και "χρώμα" (χρώμα). Συνδυάζει τους δύο όρους για να υποδείξει την κανονική ή σωστή χρωματική αντίσταση.
Αυτές οι λεπτομέρειες δίνονται για να προσφέρουν μια πλήρη εικόνα της λέξης "ορθοχρωμία", τις εφαρμογές και τη σημασία της στις επιστημονικές και ιατρικές συζητήσεις.