Ουσιαστικό
/ɔːrˈθoʊ.ə.pi/
Η λέξη "orthoepy" αναφέρεται στην μελέτη της σωστής προφοράς των λέξεων σε μια γλώσσα. Συνήθως χρησιμοποιείται σε γλωσσολογικά και διδακτικά πλαίσια, καθώς και σε συζητήσεις σχετικά με την προφορά και την προφορική γλώσσα. Χρησιμοποιείται λιγότερο στον καθημερινό προφορικό λόγο και περισσότερο σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Η λέξη δεν είναι ιδιαίτερα κοινή στην καθημερινή γλώσσα, ενώ μπορεί να εμφανίζεται πιο συχνά σε γλωσσολογικά κείμενα ή συζητήσεις.
Η μελέτη της ορθοφωνίας είναι απαραίτητη για τους δασκάλους γλώσσας.
Correct orthoepy can greatly improve one’s speaking skills.
Η σωστή ορθοφωνία μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις ικανότητες ομιλίας κάποιου.
Many students struggle with orthoepy in foreign languages.
Η λέξη "orthoepy" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, όμως η έννοια της σωστής προφοράς μπορεί να συνδέεται με διάφορες εκφράσεις που σχετίζονται με τη γλώσσα και την επικοινωνία.
Η εξάσκηση οδηγεί στην τελειότητα στην ορθοφωνία.
"Good orthoepy is key to effective communication."
Η καλή ορθοφωνία είναι κλειδί για αποτελεσματική επικοινωνία.
"Many forget that orthoepy plays a crucial role in public speaking."
Η λέξη "orthoepy" προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό "ορθός" που σημαίνει "σωστός" και "επί" που αναφέρεται στη "ομιλία" ή την "εκφορά". Συνδυάζει την έννοια της σωστής ομιλίας.
Αυτή η αναλυτική εξέταση του όρου "orthoepy" κατανοεί σε βάθος τη σημασία του, τη χρήση του και τις συσχετίσεις του με την προφορική γλώσσα.