Η φράση "orthogonal polarity" χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό.
[ɔːrˈθɒɡənəl pəˈlærəti]
Ο όρος "orthogonal polarity" αναφέρεται σε ιδιότητες ή διαστάσεις που είναι ανεξάρτητες ή αλληλένδετες σε διαφορετικούς άξονες, συχνά χρησιμοποιούμενος σε επιστημονικά και μαθηματικά πλαίσια. Στο πλαίσιο της φυσικής ή της μηχανικής, η ορθογώνια πολικότητα περιγράφει συχνά καταστάσεις όπου δύο ή περισσότερες δυνάμεις ή παράγοντες δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο.
Η χρήση της φράσης "orthogonal polarity" είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, όπως σε επιστημονικά κείμενα και άρθρα, καθώς και σε αναλύσεις που απαιτούν αυστηρή ορολογία.
Η έννοια της ορθογώνιας πολικότητας μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τη συμπεριφορά ορισμένων υλικών υπό πίεση.
In this experiment, we observed orthogonal polarity in the arrangement of the electric fields.
Ο όρος "orthogonal" χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις κυρίως σε επιστημονικά και μαθηματικά πλαίσια. Ορισμένες από αυτές περιλαμβάνουν:
"Οι δύο θεωρίες λειτουργούν σε ορθογώνιες διαστάσεις."
"The data sets were found to be orthogonal to each other."
"Τα σύνολα δεδομένων διαπιστώθηκαν ότι είναι ορθογώνια το ένα προς το άλλο."
"We need an orthogonal approach to solve this complex problem."
"Χρειαζόμαστε μια ορθογώνια προσέγγιση για να λύσουμε αυτό το περίπλοκο πρόβλημα."
"Her skills in mathematics and art are orthogonal, allowing her to excel in both fields."
Η λέξη "orthogonal" προέρχεται από τα Ελληνικά "ορθός" (ορθός) και "γωνία" (γωνία), που σημαίνει "ορθές γωνίες". Η λέξη "polarity" προέρχεται από τη λατινική λέξη "polaris", που σημαίνει "πολικός", και σχετίζεται με τις δυνάμεις που έχουν αντίθετους προσανατολισμούς ή κατευθύνσεις.
Συνώνυμα: - Independent dimensions - Perpendicular characteristics
Αντώνυμα: - Dependent polarity - Aligned forces