Το "orthogonalizable" είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή της λέξης "orthogonalizable": /ɔːrˈθɒɡənəˌzaɪbəl/
Η λέξη "orthogonalizable" αναφέρεται στην ικανότητα ενός συνόλου στοιχείων (όπως διανύσματα ή κωδικοί) να οργανώνονται ή να μετασχηματίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι ορθογώνια, δηλαδή κάθε διανύσμα ή στοιχείο να είναι κατακόρυφο σε κάθε άλλο. Συχνά χρησιμοποιείται στην γραμμική άλγεβρα, στην κωδικοποίηση και στην ανάλυση δεδομένων. Η χρήση της είναι περισσότερη στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά κείμενα.
Ο πίνακας είναι ορθογωνικοποιήσιμος αν οι ιδιοτιμές του είναι διαφορετικές.
Researchers are interested in finding orthogonalizable codes for better data compression.
Οι ερευνητές ενδιαφέρονται να βρουν ορθογωνικοποιήσιμους κωδικούς για καλύτερη συμπίεση δεδομένων.
In signal processing, orthogonalizable functions are essential for reducing interference.
Η λέξη "orthogonalizable" δεν είναι συνηθισμένη στην καθημερινή γλώσσα και επομένως δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε τεχνικές φράσεις:
Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι τα σύνολα δεδομένων μας είναι ορθογωνικοποιήσιμα για να βελτιώσουμε την ακρίβεια των μοντέλων μας.
An orthogonalizable basis will simplify our calculations in high-dimensional spaces.
Ένα ορθογωνικοποιήσιμο βάση θα απλοποιήσει τους υπολογισμούς μας σε χώρους υψηλής διάστασης.
The analysis can only be effective if the variables are orthogonalizable.
Η λέξη "orthogonalizable" προέρχεται από την λέξη "orthogonal" (ορθογώνιος), που έχει τις ρίζες του από τα ελληνικά "ορθός" (καρτέλας) και "γωνία", συνδυασμένη με το επίθημα "-izable" που υποδηλώνει την ικανότητα ή την δυνατότητα.
Συνώνυμα: - orthogonal (ορθογώνιος) - linearly independent (γραμμικά ανεξάρτητος)
Αντώνυμα: - non-orthogonal (μη ορθογώνιος) - dependent (εξαρτημένος)