Ουσιαστικό
/ɒzˈmɒtɪk ɪˈkwɪvələnt/
Ο όρος "osmotic equivalent" αναφέρεται στη ποσότητα ενός διαλύματος που έχει τη δυνατότητα να ασκεί πίεση υπερκείμενης ύλης λόγω της ωσμωτικής του δράσης. Συνήθως χρησιμοποιείται σε βιολογία και χημεία για να περιγράψει πώς οι συγκεντρώσεις διαλυτών επηρεάζουν την κίνηση του νερού μέσω ημιπερατών μεμβρανών.
Ο όρος αυτός χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα, επομένως είναι πιο συχνός στο γραπτό λόγο παρά στον προφορικό.
Το ωσμωτικό ισοδύναμο της λύσης υπολογίστηκε για να καθορίσει την επίδρασή του στις κυτταρικές μεμβράνες.
In clinical settings, understanding the osmotic equivalent of saline solutions is crucial for patient care.
Σε κλινικά περιβάλλοντα, η κατανόηση του ωσμωτικού ισοδύναμου των αλμυρών διαλυμάτων είναι κρίσιμη για την περιποίηση των ασθενών.
The osmotic equivalent plays a key role in kidney function, particularly in urine concentration.
Ο συγκεκριμένος όρος "osmotic equivalent" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά χρησιμοποιούμενος σε ιδιωματικές εκφράσεις. Εντούτοις, η έννοια της ωσμωτικής πίεσης και οι σχετικές παρακείμενες ή υποκείμενες έννοιες μπορεί να έχουν κάποιες ιδιωματικές χρήσεις λόγω της επιστημονικής τους φύσης.
Ορισμένες παραδείγματα που συνδέονται με την έννοια της ωσμωτικής πίεσης περιλαμβάνουν: 1. "Osmotic pressure can make or break cellular environments." - Η ωσμωτική πίεση μπορεί να δημιουργήσει ή να καταστρέψει κυτταρικά περιβάλλοντα.
Ο όρος "osmotic" προέρχεται από την Ελληνική λέξη "ὀσμός", που σημαίνει "ώθηση". Η λέξη "equivalent" προέρχεται από τα Λατινικά, όπου "aequivalens" σημαίνει "ίσως ίσο με" ή "ισοδύναμο".
Συνώνυμα: - ωσμωτική πίεση - ωσμωτική δραστηριότητα
Αντώνυμα: - Αντιστάθμιση - Ισορροπία (σε πλαίσια όπου αναφέρεται σε στατικά ή μη δυναμικά συστήματα).
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "osmotic equivalent" και τις σχέσεις που τον περιβάλλουν, εστιάζοντας στην επιστημονική του χρησιμότητα και σημασία.