"Osteosarcoma" είναι ένα ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "osteosarcoma" με τη χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˌɒstɪoʊsɑːrˈkoʊmə/
Το "osteosarcoma" αναφέρεται σε ένα τύπο καρκίνου των οστών. Είναι ο πιο κοινός τύπος καρκίνου στα οστά στους εφήβους και τους νέους ενήλικες. Συνήθως εμφανίζεται σε μακρές οστά του σώματος, όπως το μηριαίο και η κνήμη. Η χρήση της λέξης είναι περισσότερη στο ιατρικό και επιστημονικό πλαίσιο.
"The doctor diagnosed him with osteosarcoma."
Μετάφραση: "Ο γιατρός του διέγνωσε οστεοσάρκωμα."
"Osteosarcoma is often treated with a combination of surgery and chemotherapy."
Μετάφραση: "Το οστεοσάρκωμα συχνά θεραπεύεται με έναν συνδυασμό χειρουργικής και χημειοθεραπείας."
"Patients with osteosarcoma may experience pain in the affected bones."
Μετάφραση: "Οι ασθενείς με οστεοσάρκωμα μπορεί να αισθάνονται πόνο στα επηρεαζόμενα οστά."
Η λέξη "osteosarcoma" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ενδέχεται να χρησιμοποιείται σε ιατρικές συνομιλίες ή περιγραφές μυοσκελετικών παθήσεων. Ακολουθούν κάποιες προτάσεις που αποτυπώνουν πώς χρησιμοποιείται σε συζητήσεις:
"Once diagnosed with osteosarcoma, patients must undergo a thorough treatment plan."
Μετάφραση: "Μόλις διαγνωστούν με οστεοσάρκωμα, οι ασθενείς πρέπει να ακολουθήσουν ένα λεπτομερές σχέδιο θεραπείας."
"Awareness about osteosarcoma is essential for early detection."
Μετάφραση: "Η ενημέρωση σχετικά με το οστεοσάρκωμα είναι απαραίτητη για την πρώϊμη διάγνωση."
"Osteosarcoma can significantly affect the quality of life of young patients."
Μετάφραση: "Το οστεοσάρκωμα μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των νέων ασθενών."
Η λέξη "osteosarcoma" προέρχεται από τα ελληνικά: "osteon" (ὀστέον), που σημαίνει "οστό", και "sarcoma" (σάρκωμα), που αναφέρεται σε έναν τύπο καρκίνου που προέρχεται από τον σκληρό ιστό.