Η φράση "out of play" λειτουργεί ως επιρρηματική φράση.
/ˈaʊt əv pleɪ/
Η φράση "out of play" χρησιμοποιείται στα αγγλικά για να δηλώσει κάτι που δεν είναι διαθέσιμο ή ενεργό, είτε σε έναν αγωνιστικό χώρο (όπως σε ένα παιχνίδι ή αθλητική δραστηριότητα), είτε σε έναν ευρύτερο, μεταφορικό τομέα (όπως σε συζητήσεις ή στρατηγικές).
Συσχετίζεται συχνά με τον αθλητισμό, όπου ένας παίκτης μπορεί να θεωρείται "out of play" όταν έχει τραυματιστεί ή έχει απομακρυνθεί από τον αγωνιστικό χώρο. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό λόγο, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε γραπτά κείμενα.
Ο παίκτης τραυματίστηκε και έπρεπε να βγει εκτός παιχνιδιού.
This project is currently out of play due to budget constraints.
Αυτό το έργο είναι αυτή τη στιγμή εκτός λειτουργίας λόγω περιορισμών στον προϋπολογισμό.
Once the referee blew the whistle, the ball was out of play.
Η φράση "out of play" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Η νέα πολιτική καθιστά τις προηγούμενες στρατηγικές μας εκτός παιχνιδιού.
Take someone out of play
Ο τραυματισμός έβγαλε τον αστέρα παίκτη εκτός παιχνιδιού για το υπόλοιπο της σεζόν.
Keep something out of play
Πρέπει να κρατήσουμε τις ευαίσθητες πληροφορίες εκτός παιχνιδιού μέχρι να ολοκληρωθεί το έργο.
Out of play for good
Η φράση "out of play" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα, όπου "out" σημαίνει εκτός και "play" αναφέρεται σε παιχνίδι ή δραστηριότητα. Η χρήση της χρονολογείται τουλάχιστον στα μέσα του 20ού αιώνα στον αθλητισμό.
Συνώνυμα: - out of action - non-operational - inactive
Αντώνυμα: - in play - operational - active