Ο συνδυασμός λέξεων "outlying suburbs" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[ˈaʊtˌlaɪɪŋ ˈsɜːbɜːrbz]
Ο όρος "outlying suburbs" αναφέρεται σε περιοχές που βρίσκονται στα περίχωρα μιας πόλης, συχνά σε μεγαλύτερη απόσταση από το κέντρο της. Αυτές οι περιοχές συνήθως χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη πυκνότητα κατοίκησης και μπορεί να προσφέρουν περισσότερες φυσικές περιοχές ή χώρους πρασίνου. Χρησιμοποιείται συχνά όταν συζητάμε για αστική ανάπτυξη ή μετακίνηση πληθυσμού.
Ο όρος χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό και γραπτό λόγο, ιδίως σε συζητήσεις σχετικές με αστική ανάπτυξη, πληθυσμιακή μετανάστευση και κοινωνικές τάσεις, καθώς και τον σχεδιασμό πόλεων.
Πολλές οικογένειες μετακινούνται στα απομακρυσμένα προάστια για έναν πιο ήρεμο τρόπο ζωής.
The city is expanding, and new developments are emerging in the outlying suburbs.
Ο όρος "outlying suburbs" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που σχετίζονται με την αστική ζωή:
"Η διαβίωση στα απομακρυσμένα προάστια μπορεί να προσφέρει μια αίσθηση κοινότητας που συχνά λείπει από την πολυάσχολη πόλη."
"The outlying suburbs are becoming popular among remote workers seeking a peaceful environment."
"Τα απομακρυσμένα προάστια γίνονται δημοφιλή ανάμεσα στους απομακρυσμένους εργαζόμενους που αναζητούν ένα ήσυχο περιβάλλον."
"Investing in properties in the outlying suburbs can be a smart financial decision."
Η λέξη "outlying" προέρχεται από το ρήμα "outlie", που σημαίνει "να βρίσκεται έξω" ή "να είναι εκτός", και έχει επιρροές από τη λέξη "lying" (που σημαίνει "να βρίσκεται"). Ο όρος "suburbs" προέρχεται από τη λατινική λέξη "suburbium", που σημαίνει "περιοχή κοντά στην πόλη".
Συνώνυμα: - Περιφέρειες - Απομακρυσμένες περιοχές
Αντώνυμα: - Κέντρο της πόλης - Πυκνοκατοικημένες περιοχές