Ρήμα
/ˌaʊtˈsiː/
Η λέξη "outsee" προέρχεται από τον συνδυασμό της λέξης "out" και του ρήματος "see". Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τη διαδικασία του να βλέπεις ή να παρατηρείς κάτι που βρίσκεται έξω ή πέρα από κάτι άλλο. Η χρήση της είναι αρκετά σπάνια και επικεντρώνεται περισσότερο σε περιγραφές δραστηριοτήτων που περιλαμβάνουν την παρατήρηση του εξωτερικού περιβάλλοντος. Εμφανίζεται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο.
Αποφασίσαμε να παρατηρήσουμε την κίνηση των ζώων στο δάσος.
She was excited to outsee the sunrise over the mountains.
Ήταν ενθουσιασμένη να δει την ανατολή του ήλιου πάνω από τα βουνά.
He was asked to outsee the changes in the weather during the expedition.
Η λέξη "outsee" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να περιγράψει συγκεκριμένες καταστάσεις. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε πώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καταστάσεις που σχετίζονται με την παρατήρηση.
Να παρατηρήσεις τι κρύβεται κάτω από την επιφάνεια.
"Outseeing the competition gives you an advantage."
Το να παρατηρείς τον ανταγωνισμό σου δίνει πλεονέκτημα.
"Sometimes you have to outsee the bigger picture."
Η λέξη "outsee" είναι μια συνθετική λέξη που προέρχεται από τον προθετικό πρόθεμα "out-" και το ρήμα "see". Το "out-" εστιάζει στην έννοια της εξωτερίκευσης ή παρατήρησης σε ένα εξωτερικό περιβάλλον.
Συνώνυμα: - Observe (παρατηρώ) - View (βλέπω) - Witness (μάρτυρας)
Αντώνυμα: - Ignore (αψηφώ) - Overlook (παραβλέπω) - Miss (χάνω)
Αυτός είναι ολόκληρος ο οδηγός για τη λέξη "outsee", ο οποίος καλύπτει όλα τα ζητούμενα. Εάν έχετε άλλες ερωτήσεις ή χρειάζεστε περαιτέρω πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!