Το overall uniformity λειτουργεί ως ουσιαστικό στην Αγγλική γλώσσα.
/ˈoʊ.vɚ.ɔːl juː.nɪˈfɔːr.mɪ.ti/
Ο όρος overall uniformity αναφέρεται στην κατάσταση ή το χαρακτηριστικό που διασφαλίζει ότι κάτι είναι ομοιογενές ή ομοιόμορφο σε γενικότερο επίπεδο. Συνήθως χρησιμοποιείται σε τεχνικά, επιστημονικά ή διοικητικά πλαίσια για να περιγράψει μια κατάσταση όπου δεν υπάρχουν διακυμάνσεις ή αποκλίσεις από ένα κοινό πρότυπο.
Η χρήση του στην Αγγλική γλώσσα είναι σχετικά συχνή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, όπως αναφορές, μελέτες και άρθρα που συζητούν θέματα ομοιομορφίας και ποιότητας.
Η συνολική ομοιομορφία της διαδικασίας παραγωγής είναι κρίσιμη για την διασφάλιση ποιότητας.
In order to achieve overall uniformity, all materials must be tested for consistency.
Για να επιτευχθεί συνολική ομοιομορφία, όλα τα υλικά πρέπει να ελέγχονται για συνέπεια.
The artist aimed for an overall uniformity in color across the canvas.
Ο όρος overall uniformity δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η έννοια μπορεί να ενσωματωθεί σε ορισμένες εκφράσεις:
Η επίτευξη συνολικής ομοιομορφίας απαιτεί συνεπή πρότυπα.
"Without overall uniformity, results can be misleading."
Χωρίς συνολική ομοιομορφία, τα αποτελέσματα μπορεί να είναι παραπλανητικά.
"The team established guidelines to maintain overall uniformity in their work."
Η λέξη overall προέρχεται από το παλαιό Αγγλικό "over all," που σημαίνει "σε όλες τις πλευρές" και η λέξη uniformity προέρχεται από το Λατινικό "uniformitas," που σημαίνει "το να είναι σε μια μορφή".
Συνώνυμα: - συνολική συμφιλίωση - γενική ομοιογένεια
Αντώνυμα: - ασυμφωνία - ποικιλομορφία